Το πιο συνηθισμένο και ορεκτικότατο πρόχειρο έδεσμα του χωριάτικου σπιτιού ήταν η Ριγανάδα.

Tο ψωμί, και ιδιαίτερα εκείνο που πολυήμερο στο “φανάρι” ή πάνω στην κρεμασμένη σανίδα, ξηραμένο (κυριολεκτικά σαν πέτρα) σκέτο δεν τρωγόταν. Ωστόσο, αυτό ακριβώς το ξεροκόμματο ήτανε το καταλληλότερο για να φτιάξουμε Ριγανάδα.

Για όλα τα πράγματα, ακόμα και τα πιο σκληρά, τα πιο δύσκολα, ο φτωχός βρίσκει λύση. Αυτός ξέρει να ομορφύνει το άσχημο, να γλυκάνει το πικρό, να απαλύνει το σκληρό. Η φτώχεια θέλει καλοπέραση και για να το πετύχει “τέχνας κατεργάζεται”.

Τη Ριγανάδα τη φτιάχναμε ως εξής: μουσκεύαμε με κρύο νερό κομμάτια ξερού ψωμιού, προτιμώντας τους αγκαθούς (γωνίες του καρβελιού). Το ψωμί από σκληρά (Σ.τ.Ε. όπως αυτά που καλλιεργούνταν στο Λιβάδι της Καρυάς) σιτάρια δε λασπώνει. Όταν μαλάκωνε (μούσκευε) αρκετά, σουρώναμε το νερό για να φύγει όλο. Στη συνέχεια ρίχναμε στο μουσκεμένο ψωμί μπόλικο λάδι, τριανταφυλλόξιδο, αλάτι και ρίγανη.

Η ρίγανη έδινε το όνομα στο έδεσμα. Την προμηθευόμαστε από τις φτενοχώματες πλαγιές του όρους Σταυρωτά, όπου φύτρωνε μπόλικη. Για το πότε και γιατί τότε μαζεύουμε τη ρίγανη παραπέμπω στο Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσικού Ιδιώματος, του Πανταζή Κοντομίχη.

Ο Μουσικοφιλολογικός Όμιλος Καρυάς “Απόλλων” διογρανώνει κάθε χρονιά, προς το τέλος Ιουλίου τη Γιορτή της Ριγανάδας, οπότε προσφέρει δωρεάν στους πάμπολους επισκέπτες και σε όσους ντόπιους επιθυμούν, πιάτα ριγανάδας, συνοδευμένα, όπως είναι απαραίτητο, με παστές σαρδέλες, σκόρδο και ντοματοσαλάτα.

Το κείμενο για την Ριγανάδα είναι του Ν. Π. Δουβίτσα από το φύλλο 44 της εφημερίδας “Καρσάνικα Νέα”.