Αγαπητοί συγχωριανοί, με συγχωρείτε γι αυτό το τόλμημα, που επιχειρώ τώρα, ξαναθυμίζοντάς σας ένα πολύ παλιό μας χρέος, που υπογράψαμε όλοι οι παρόντες τότε, αλλά λησμονήσαμε στη συνέχεια. Έχουν ήδη περάσει έκτοτε 65 χρόνια, αλλά το ευγενικό εκείνο χρέος μας παραμένει και επιμένει να ξύνει την πληγή μας, να μας πονάει, αλλά εμείς προσποιούμαστε, ότι δεν το αισθανόμαστε, άλλοτε χαϊδολογόντας την ευδαιμονία μας, είτε άλλοτε περί πολλών άλλων τυρβαζόμεθα.

Ήτανε μια μέρα μουντή και θλιβερή η 27η Δεκέμβρη 1951, δύο μέρες μετά τα Χριστούγεννα και τέσσερις πριν την Πρωτοχρονιά. Οι σάλπιγγες του εμφυλίου συνέχιζαν ανατριχιαστικά να παιανίζουν ενώ το αίμα στο Γράμμο μύριζε πάντοτε το φόβο μας. Ποιος τολμούσε να πει ευθαρσώς το όνομά του και το σόι το.

Φόβος και πόνος μας έζωναν! Αλήθεια εκείνη η ιστορική μνήμη, πόσην άφηνε πίκραν και πόσο σφράγισε την μετέπειτα πορεία μας. Έτσι εύκολα ισοπεδωνόταν όλα. Ακόμη κι οι έξυπνοι, που τότε φρόντιζαν να δρομολογούν τις μπάζες τους.

Αλλά δεν πρόκειται τώρα γι’ αυτό: οι ιστορικές μνήμες λίγο-λίγο ατονούν και σβήνουν, αφήνοντας ταυτόχρονα άθικτες τις μπάζες των τότε αετονύχηδων.

Ήτανε έτσι κι αλλιώς μια μέρα θλιβερή η 27η Δεκέμβρη του 1951. Λιανοκατουρούσε συνεχώς αυτά τα Χριστούγεννα. Συμμαζευτήκαμε από τα χαράματα στο καφενείο του Μομπλημένου –σημερινό «Παρδαλό Κατσίκι»- και πυρωνόμαστε γύρω από τα καυσόξυλα της σόμπας. Εκείνη τη στιγμή ήχησε θλιβερά και πένθιμα η καμπάνα του Άη Νικόλα.

  • Ποιος…; Αναρωτηθήκαμε όλοι.
  • Έφυγε, θεός σχωρέστην, η Μαρία η Σταύρακα, η Κουτσοχέρω.

«Όλα στη ζωή της θειά Μαρίας της Κουτσοχέρως δύσκολα και τα στερνά της κλαμένα!» σκέφτηκα.

Κανένας δε μίλησε, θυμάμαι μόνο κοιταζόμαστε στα μάτια βουβά.

Έφυγε η Κουτσοχέρω σκεφτόμαστε!

Ένας μας είπε με διάθεση δύσθυμη: όταν ανοίξουν τον τάφο της θα βρούνε ένα μπράτσο κόκκαλο και κείνο κουτλό, ατροφικό.

Είχε πολλήν πίκρα η στιγμή για να διακρίνουμε, αν υπήρχε εκ μέρους του διάθεση ειρωνείας. Όλοι πιστέψαμε πως όχι! Τέτοια πρόθεση δεν υπήρχε!

Αργότερα κατά το μεσημέρι, στην εκκλησία της ενορίας των Σταυρακέων, στον Άη Νικόλα, κοιτάζοντας το άγιο φέρετρο σκεφτόμουν:

Ποιος απ’ όλους εμάς θα κληροδοτήσει, πριν αναχωρήσει, κληρονομιά στο χωριό, κληρονομιά όχι μόνον ανώτερη, τουλάχιστον ισάξια από εκείνη της θειά Μαρίας, που και τα 24καλά-καλά δεν είχε μάθει! Πόση δύναμη ψυχής είχε αυτό το άγιο σκήνωμα, που τώρα φεύγει.

Όντως το έργο της, η Καρσάνικη Βελονιά, ήταν πάντα και θα είναι μια ανεπανάληπτη δημιουργία.

Δεν προφτάσαμε να βγούμε από τον Άη Νικόλα κι ακούσαμε, σαν αντίηχο καινούργιο κάλεσμα από την καμπάνα του Πολιούχου μας, Αγίου Σπυρίδωνα.

  • Ποιος πάλι;
  • Πάει κι ο Κίμος!

Ο Κίμων Θερμός, ο Καμπίλαυκος, έφυγε νικημένος από το ζάχαρο.

Είχε εκλεγεί δυο φορές ως πρόεδρος της Κοινότητας και εκτιμήθηκε ως επιτυχημένη η εκλογή του. Θα αναφέρω εδώ δυο χαρακτηριστικές περιπτώσεις:

α) Όταν η Ελλάδα του διχασμού είχε δύο κυβερνήσεις (!) εκείνη της Αθήνας –τη νόμιμη- και την άλλη της Βορείου Ελλάδας, Θεσσαλονίκης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος έστειλε εγκύκλιο προς όλα τα Συμβούλια και εκείνα των πόλεων και των χωριών της Χώρας και ζητούσε να συνεδριάσουν τα Τοπικά  Συμβούλια και να δηλώσουν σε ποια από τις δύο κυβερνήσεις υπακούνε.

Ο Κίμων βρέθηκε σε δίλλημα, επειδή ο ίδιος προσωπικά και η πλειοψηφία του Συμβουλίου ήτανε με την κυβέρνηση της Αθήνας, ενώ η πλειοψηφία των κατοίκων με εκείνη της Β. Ελλάδος.

Εάν, λοιπόν, ενεργούσε σύμφωνα με το δικό του κομματικό πιστεύω, θα έρχονταν σε σύγκρουση με τους κατοίκους, πράγμα που θα έριχνε λάδι στη φωτιά του διχασμού μέσα στο ίδιο του το χωριό. Τελικά προφασίσθηκε ασθένεια στον αντιπρόεδρο της Κοινότητας, τον Παναγιώτη Αραβανή, τον Ζανέλια. Εκείνος ήτανε οπαδός των Βενιζελικών, οι οποίοι και κέρδισαν κι εκείνη την ψηφοφορία. Το λαϊκό αίσθημα ικανοποιήθηκε και όλοι ήτανε ευχαριστημένοι.

Για μας τους νεώτερους, που έχουμε στο αίμα μας την κομματική υποταγή και την απόλυτη ευθυγράμμιση με τα κομματικά κελεύσματα, παραμένει το ερώτημα: εμείς οι νεώτεροι, εμείς τα βαθυστόχαστα κομματόσκυλα, που χάριν κάποιου ρουσφετιού ξεπουλάμε τα πάντα, πόσο πιο υπεύθυνα θα ενεργούσαμε σε ανάλογη περίπτωση.

β) Ο Εμφύλιος του 1944 βρήκε τον Κίμωνα Θερμό πρόεδρο στο Χωριό μας. Τότε έγινε πάνω στον Αμμόκαμπο, ως τον Άγιο Δονάτο εκείνη η ένοπλη σύγκρουση ανάμεσα στους αριστερούς αντάρτες από τη μια μεριά και τους δεξιούς από την άλλη.

Οι δεξιοί, που είχαν και τη βοήθεια των Γερμανών, κυρίως με τους όλμους, νίκησαν…

Ανόητη η μάχη, χωρίς εμφανή αίτια, αλλά βαθιά η πληγή που άνοιξε!

Η Λευκάδα μας χωρίστηκε στη Βόρεια και στη Νότια, κάτι να πούμε σαν την Νότια Κορέα! Οι μόνοι που επέχαιραν ήτανε οι κατσαπλιάδες του Ξηρομέρου, που μετά τη μάχη κάμανε πλιάτσικο κατά βούληση! Μη χειρότερα να λέμε.

Τα χειρότερα πρόβαλλαν. Οι καρσαπλιάδες και μερικοί ντόπιοι συνώνυμοί τους αποφάσισαν να κάψουν το μεγαλοχώρι μας! Πρόφτασαν κι έκαψαν ένα μόνο σπίτι. Θέλεις, όμως, επειδή από τη Δήλωση τίποτα το ουσιαστικό δεν αποκόμισαν, είτε επειδή δραστηριοποιήθηκε έξυπνα ο Πρόεδρος, η κατάσταση σταμάτησε εκεί.

Ο Κίμων Θερμός έτρεχε στο χωριό και παρότρυνε τους χωρικούς να προσφέρουν ενέχυρο ό,τι φαγώσιμο είχαν σε ‘κείνα τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής: Αυγά, τυρί, κάνα χωριάτικο καρβέλι, καμιά κότα και οι πλέον εύποροι κάνα αρνί ή κατσίκι.

Πολλοί προστρέχανε, προκειμένου να σώσουν τα σπίτια τους.

Θυμάμαι τη θειά Μαγδαληνή, τη σύζυγο του Προέδρου μας, να ανακατεύει στα καζάνια τη σούπα κάτω από τον πλάτανο του Βενικούλη. Και οι επιχαίροντες νικητές, να τρώνε αχόρταγα στα τραπέζια ολόγυρα. Φάγανε και ξαναφάγανε του σκασμού, μέχρι που πρήστηκαν και γλάρωσαν.

Ύστερα, χορτάτοι πια και ικανοποιημένοι ξέχασαν τις Δηλώσεις και φύγανε ευχαριστημένοι. Άλλη μια φορά η ευστροφία του Προέδρου μας ξεπέρασε τον κίνδυνο της τραγικής ώρας…

Μετά από 50 τόσα χρόνια βρέθηκα στα Παλιάμπελα του Ξηρομέρου. Ένας άγνωστος ντόπιος με πλησίασε…

  • Από πού ‘σαι πατριώτη; μου κάνει
  • Από την Καρυά της Λευκάδας, του λέω.
  • Α! Εκεί μια φορά φάγαμε του σκασμού μας
  • Ήσουνα κι εσύ τότε εκεί;
  • Ήμουν, ήμουν εκεί στα πλατάνια!
  • Και τα θυμάσαι ακόμα;
  • Άκου λέει! τα θυμάμαι, τα θυμάμαι! Δε λησμονιούνται εκείνα πατριώτη. Τι κάνει η Μαγδάλω βρε;
  • Τώρα η Μαγδάλω;
  • Πάει καλιά της ε;
  • Αλλά εσύ δεν τα ξεχνάς εκείνα τότε!
  • Λησμονιούνται εκείνα πατριώτη;
  • Όχι, πατριώτη! Δε λησμονιούνται!