Ανεμόμυλος στο Φεγγαράκι

Ανεμόμυλος στο Φεγγαράκι

Συμπληρώνουμε σήμερα (ύστερα από την αναφορά μας στους νερόμυλους της Καρυάς, που δημοσιεύτηκε στο προηγούμενο φύλλο της εφημερίδας Καρσάνικα Νέα) με τους ανεμόμυλους.

Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε από πόσους αιώνες λειτουργούσαν ανεμόμυλοι στην Καρυά. Γνωρίζουμε, όμως, ότι ο τελευταίος, που λειτούργησε ως τις αρχές του 1950, χτίστηκε το 1865. Τα ερείπια των υπολοίπων ανεμόμυλων στο χωριό μας και στη γύρω περιοχή, μας επιτρέπουν να υποθέσουμε, ότι υπήρχαν ανεμόμυλοι πολύ πριν από την χρονολογία αυτή. Οι νερόμυλοι και οι ανεμόμυλοι λύσανε το πρόβλημα της άλεσης των δημητριακών στην μακρά περίοδο της αγροτικής ζωής. Το χειμώνα οι νερόμυλοι. Το καλοκαίρι, όμως, η κινητήρια δύναμη του νερού δεν επαρκούσε. Οι πολλές βροχές του χειμώνα δεν αποθηκεύονταν στις υπόγειες δεξαμενές. Τα γυμνά βουνά (η κτηνοτροφία και οι ανάγκες θέρμανσης  έγδερναν κυριολεκτικά τα βουνά από τη βλάστηση) άφηνα τα χειμωνιάτικα νερά να τρέχουν στα λαγκάδια. Έτσι, από νωρίς την άνοιξη, με δυσκολία συγκέντρωναν οι νερομυλωνάδες το απαραίτητο νερό στις δεξαμενές των νερόμυλων.

Ευτυχώς στο νησί μας είχε ολοχρονίς ανέμους. Κυρίως ο μαΐστρος, που φυσούσε καθημερινά τα απογεύματα, έλυνε το πρόβλημα της λειτουργίας των ανεμόμυλων. Όσα εκθέτω παρακάτω για τους ανεμόμυλους, τα συγκέντρωσα από διάφορους συγχωριανούς μας και ιδιαίτερα από τον Μιχάλη Κατωπόδης, τον Λίτζο. Με βοήθησε, όμως, αρκετά και η μνήμα μου.

Στη διάρκεια της κατοχής λειτουργούσαν ακόμα δύο ανεμόμυλοι στην Καρυά. Στην ίδια εποχή λειουργούσαν παράλληλα και αρκετοί νερόμυλοι, ενώ ήδη είχαν αρχίσει να λειτουργούν και δύο αλευρομηχανές. Η λειτουργία τόσων αλεστικών μονάδων ήτανε απολύτως δικαιολογημένη: Η Καρυά τότε είχε δύο χιλιάδες κατοίκους. Άλλοι τόσοι από την γύρω περιοχή εξυπηρετούνταν από τους ανεμόμυλους, τους νερόμυλους και τις αλευρομηχανές του χωριού μας.

Τότε, λοιπόν, (διάρκεια της κατοχής) υπήρχανε και άλλοι ανεμόμυλοι, εκτός της Καρυάς. Άλλοι σε λειτουργία, άλλοι μισοερειπωμένοι, κάστρα – μάρτυρες μιας μακράς αγροτικής οικονομίας. Συνολικά η εικόνα είχε ως εξής:

Στην Καρυά

1. Ο μύλος του Γρουμάνη (ιδιοκτήτες τα εξαδέλφια Σάββας, Γρηγόρης, Κώστας, Νίκος, Κώστας και Σπύρος Κατωποδαίοι).

2. Ο μύλος του Σταθάκη (ιδιοκτήτες οι αδελφοί Κοψιδά – Σταθακαίοι).

3. Ο μύλος του Μίχου

Στην ευρύτερη περιοχή

1. Ο μύλος του Θειακού, στα Πλατύστομα.

2. Ο μύλος του Γιωργαλή στον Αλέξανδρο.

3. Ένας μύλος στον Κάβαλο, του Λιβιτσάνου (ο μύλος αυτός λειτούργησε πολλά χρόνια μετά την απελευθέρωση).

4. Ένας πολυερειπωμένος μύλος στα ανεμομύλια.

5. Ένας ανεμόμυλος στο Σπανοχώρι.

Μπορεί να υπήρχαν κι άλλοι, αλλά αυτούς θυμάμαι εγώ, αυτούς θυμήθηκαν και εκείνοι με τους οποίους συζήτησα το θέμα.

Οι δύο τελευταίοι, λοιπόν, που λειτουργήσανε στο χωριό μας κατά την κατοχή και λίγο αργότερα είναι οι ανεμόμυλοι του Σταθάκη και του Γρουμάνη.Ο πρώτος (ανεμόμυλος του Σταθάκη) έπαψε να λειτουργεί αμέσως μετά την κατοχή. Οι ιδιοκτήτες του (αδελφοί Κοψιδά – Σταθακαίοι) μετακόμισαν οικογενειακώς στην πόλη της Λευκάδας. Μετά ήρθε και ο σεισμός του ’48, που γκρέμισε

Ανεμόμυλος Λιβιτσάνου στον Κάβαλο - Εσωτερικό - 1961 (πηγή: aromalefkadas.gr)

Ανεμόμυλος Λιβιτσάνου στον Κάβαλο – Εσωτερικό – 1961 (πηγή: aromalefkadas.gr)

ένα μεγάλο μέρος του μύλου αυτού. Μέχρι σήμερα διατηρείται μέρος από τα ερείπιά του.

Ο μύλος του Γρουμάνη, όμως άντεξε περισσότερο. Οι ιδιοκτήτες του συνέχισαν να τον λειτουργούν μια δεκαετία περίπου μετά την απελευθέρωση. Τον σεβάστηκε κι ο σεισμός. Ο Μιχάλης Κατωπόδης, ένας από τους τελευταίους ιδιοκτήτες του ανεμόμυλου αυτού, μου γνώρισε πολλά για την ιστορία του. Νομίζω, ότι θα πρέπει να καταχωρήσω σε αυτό το σημείωμα, επειδή μας δίνουν πολλά στοιχεία από τη δύσκολη εποχή της αγροτικής ζωής του χωριού μας, από το χθες της Καρυάς, που τις συνέπειες ακόμα, εν πολλοίς, τις βιώνουμε κι εμείς και τα παιδιά μας· δυσκολίες, οράματα, σκληρή προσπάθεια για βελτίωση μέσα κι έξω (όταν ήτανε δυνατόν) από την αγροτική ζωή.

Το μύλο του Γρουμάνη τον έχτισε ο παπα Σπύρος Κατωπόδης (Γρουμάνης). Τα χρήματα, όμως, δεν υπήρχαν. Για τα εξοικονομήσει πούλησε (συμβόλαιο της 2ης Μαΐου 1865) δύο λιοστάσια. (Δύο λιοστάσια! Τα αγροτικά εισοδήματα δεν φέρνανε την προκοπή στην οικογένεια, με τις εξευτελιστηκές τιμές, που, και τότε, τους τα έπαιρναν [ΣτΕ. τα αγροτικά προϊόντα]. Πρέπει, λοιπόν, να υποθέσουμε βάσιμα, ότι ο μύλος του Γρουμάνη άρχισε να χτίζεται αμέσως μετά την Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα. Εκτιμώ, ότι η απόφαση του παπά – Γρουμάνη, να πουλήσει τα λιοστάσια για να φτιάξει τον ανεμόμυλο, είναι σύμφωνη με το γενικότερο πνεύμα, που άρχισε εκείνη την εποχή να επικρατεί στο χωριό μας. Προσπάθεια για απαλλαγή από τη μέγγενη, που κρατούσε δεμένους τους χωρικούς με τη σκληρή πραγματικότητα της αγροτικής οικονομίας. Βέβαια η απόκτηση ενός ανεμόμυλου δεν επαρκούσε, για να αποσπαστεί ο ιδιοκτήτης και η οικογένειά του από τα δεδομένα της φτώχεια που έδερνε την κοινωνία ολόγυρα. Οπωσδήποτε, όμως, ήταν ένα βήμα μπροστα, ένα σκαλοπάτι πιο πάνω, ήτανε, για τα μέτρα της εποχής, μια σοβαρή στροφή σε πιο σύγχρονες μορφές δραστηριότητας.

Μινιατούρα ανεμόμυλου (εσωτερικό) από το λαογραφικό μουσείο του "Ορφέα" Λευκάδας (πηγή: aromalefkadas.gr)

Μινιατούρα ανεμόμυλου (εσωτερικό) από το λαογραφικό μουσείο του “Ορφέα” Λευκάδας (πηγή: aromalefkadas.gr)

Έτσι τα βλέπανε τα πράγματα. Έτσι τα μετρούσανε και, για τα μέτρα της εποχής τους, σωστά τα μετρούσανε. Έτσι τα έβλεπε και ο μυλωνάς και η οικογένειά του. Στο σπίτι τους επικρατούσε η σιγουριά, αφού, όπως κι αν έρχονταν τα πράγματα, το ψωμί δε θα τους έλειπε, όπως και μερικά άλλα από τα αναγκαία. Σοβαρότατη κατάκτηση, δηλαδή, σε σύγκριση με την έσχατη φτώχεια του περιγύρου. Η οικογένεια, λοιπόν, του μυλωνά ήταν ευτυχισμένη και περήφανη. Είχε κάνει βήμα ανόδου, προς το χώρο μια ανώτερης οικονομικής δραστηριότητας. Τηρουμένων των αναλογιών, ο μυλωνάς άνηκε στους βιομήχανους της εποχής, έστω στους μικρότερους, αλλά πάντως στους βιομήχανους. Πώς, λοιπόν, να μην του δίνει αυτό ευτυχία και περηφάνια; Για το λόγο αυτό… “και η μυλωνού τον άντρα της, με τους πραματευτάδες”!

Βέβαια, ο μυλωνάς σε καμία περίπτωση δεν είχε φθάσει σε δυνατότητες τους γυρολόγους – πραματευτάδες. Εκείνοι ήτανε έμποροι, γυρίζανε από χωριό σε χωριό, από γειτονιά σε γειτονιά και μεταπωλούσαν την πραμάτεια τους, αποκομίζοντας κέρδος από τους εργάτες της γης, από τους παραγωγούς. Οι ίδιοι δεν ήτανε παραγωγοί, ούτε και μπαίνανε στην αλυσίδα της πρωτογενούς παραγωγής κατά κάποιον τρόπο. Αυτοί ήτανε αποκομμένοι από της δραστηριότητες της αγροτικής οικονομίας, αν, βέβαια, το επάγγελμά τους δεν το είχανε ως πάρεργο.

Ανεμόμυλος στο Οροπέδιο της Εγκλουβής

Ο μυλωνάς, όμως, ήτανε ένας κρίκος αυτής της αλυσίδας, έστω κι αν δεν συνέβαλε στην πρωτογενή παραγωγή ο ίδιος. Συντελούσε όμως, και μάλιστα καθοριστικά, στη μεταποίηση αυτής της παραγωγής. Αυτό τον κρατούσε δεμένο με τα δεδομένα της αγροτικής οικονομίας και τον επηρέαζαν άμεσα οι αυξομειώσεις αυτής της παραγωγής. Αν τώρα, τα μυαλά της μυλωνούς είχανε πάρει αέρα, αυτό ήτανε μια άλλη ιστορία, που χρειαζόταν μια βαθύτερη κοινωνική έρευνα. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, μπορεί να μην είχε και εντελώς άδικο η μυλωνού, αφού υπήρχανε και άλλες προοπτικές όπως… απο μυλωνάς δεσπότης! Είναι βέβαιο, ότι μια τέτοια προοπτική και εξαιρετικά δύσκολη φάνταζε και, κυρίως αυτό, θα έπρεπε κάποιες αξίες να παραμεριστούς, να αγνοηθούν. Για ποιό λόγο, όμως, θα έπρεπε να απαιτήσουμε από τη φτωχή μυλωνού να μην παραβλέπει κάποιες κοινωνικές αξίες, όταν πρόκειται για την πρόοδο του αντρός της; Πόσα και πόσα δεν έβλεπαν τα μάτια της, και μάλιστα περισσότερο ανορθόδοξα, όχι μόνο στο χώρο του Ιερατείου, αλλά και στους άλλους χώρους, τους οποίους υπονοούσε η παροιμία;

Ο παπά – Γρουμάνης δεν είχε απογόνους. Έτσι ο ανεμόμυλος κληρονομήθηκε από τον αδερφό του Νικολάκη κι απ’ αυτόν στα παιδιά του, Αντρέα και Μιχάλη. Εγώ πρόφτασα τα παιδιά των δύο τελευταίων, οι οποίοι κατείχαν εξ αδιαιρέτου τον ανεμόμυλο του Γρουμάνη και τον λειτουργούσαν εκ περιτροπής: από τον Αντρέα ζούσε τότε το παιδί του ο Κώστας (Φώλιας) και από τον Μιχάλη ο Σάββας, ο Γρηγόρης (Γόρας) κι ο Κώστας (Λίτζος).

Η πληρωμή για τα δικαιώματα του μυλωνά από την άλεση γινότανε σε είδος. Τόσο σιτάρι ή κριθάρι άλεσες, τόσο θα πλήρωνες (πάντα από το ίδιο το άλεσμα). Όσο αντιστοιχούσε στο ποσοστό που δικαιούταν ο μυλωνάς. Αυτό, όμως, το ποσοστό δεν ήτανε σταθερό. Όλοι ένα γύρο ήτανε συγγενείς, γνωστοί, φίλοι. Κι όλοι παλεύανε με τη φτώχεια να τα βγάλουνε πέρα. Κι ο μυλωνάς άνθρωπος ήτανε. Πώς να φανεί άτεγκτος στα δικαιώματά του; Τις πιό πολλές φορές γινότανε συγκαταβατικός. Δεν ήτανε δε λίγες οι περιπτώσεις, που δεν κρατούσε ούτε το ελάχιστο από όσο δικαιούταν. Συχνά το δικαίωμα αυτό (το ξάι) μηδενιζόταν. Για το λόγο αυτό ασφαλώς (οι άλλοι λόγοι ήτανε οι άπνοια και η έλλειψη δημητριακών για άλεση) πολύ συχνά ο μυλωνάς δεν έφερνε στην οικογένεια ούτε καν το αλεύρι, που απαιτείτο για τη διατροφή της. Και γι’ αυτό η παροιμία: Τα παιδιά του μυλωνά, πεθαίνουν απ’ την πείνα. Το ψωμί εθεωρείτο, εκείνα τα χρόνια της φτώχειας, το βασικό κι αναντικατάστατο είδος διατροφής, η τελευταία αντίσταση των φτωχών, όταν ο λιμός επάλευε εναντίον τους. Το ψωμί, το ψωμάκι, η τελευταία ελπίδα για σωτηρία!

Ο Μιχάλης Κατωπόδης (ο Λίτζος, γιός του Κώστα Λίτζου) μου γνώρισε μια χαρακτηριστική λεπτομέρεια, που την αγνοούσα: συχνά ο πατέρας του έφερνε απ’ το μύλο πριολίθια. Το πριολίθι ήτανε αλεύρι, που, όμως, περιείχε ποσότητα πέτρας τριμμένης σε μορφή σκόνης. Πως γινόταν αυτή η μίξη; Όταν πάνω στη ρόδα του μύλου οι προεξοχές φθείρονταν από την πολλή χρήση, θα έπρεπε να δημιουργήσουν άλλες, γιατί χωρές προεξοχές (με λεία τη ρόδα δηλαδή) δεν τριβόταν το σιτάρι. Ο μυλωνάς, λοιπόν, σήκωνε τη ρόδα, τη χτυπούσε με καλέμι και έφτιαχνε καινούργιες προεξοχές. Όμως οι καινούργιες προεξοχές τρίβονταν, μέχρι ενός σημείου, κατά την άλεση κι έτσι στο αλεύρι αναμειγνυόταν η σκόνη της πέτρας. Θα έπρεπε δε να αλεστεί αρκετή ποσότητα σιταριού για να αποκατασταθεί η βλάβη της ρόδας (περίπου ένα φόρτωμα δημητριακών). Γι’ αυτό ο μυλωνάς έπερναι μια μικρή ποσότητα από τον καθέναν που είχε πάει σιτάρι για άλεσμα, το αναμείγνυε και το άλεθε. Όλη αυτή η ποσότητα (περίπου ογδόντα οκάδες) γινόταν πριολίθι. Κι επειδή ο μυλωνάς δεν έκρινε, ότι θα έπρεπε οι φτωχοί χωρικοί πελάτες να πληρώσουν την αποκατάσταση της ζημιάς του μύλου, κρατούσε για ξάι από τον καθένα αυτό το πριολίθι. «Όταν τρώγαμε το ψωμί, τις τηγανίτες ή την κουρκούτη από το πριολίθι, αισθανόμαστε κάτι να μας καίει το φάρυγγα» λέει ο Μιχάλης ο Λίτζος.

Ανεμόμυλος με τα πανιά Μύτες (πηγή: aromalefkadas.gr)

Ανεμόμυλος με τα πανιά Μύτες (πηγή: aromalefkadas.gr)

Οι ανεμόμυλοι χτίζονταν στις κορφές των λόφων, εκεί όπου φυσούσαν όλοι οι άνεμοι, στο τριανέμι. Με έναν μηχανισμό, που υπήρχε στην κορυφή του πέτρινου κτίσματος, ολόγυρα, αλλά και ολόγυρα στη βάση της στέγης, ο μυλωνάς γύριζε το μύλο (τις αντένες) από εκεί που φύσαγε ο άνεμος, Τις πιο πολλές φορές φυσούσε τα απογεύματα και τις νύχτες, και τότε δούλευε ο μύλος. Αν η ένταση του ανέμου ήτανε μέτρια, τότε ο μύλος δούλευε με οχτώ γιοματάρια (απλωμένα εντελώς και τα οχτώ πανιά του). Αν, όμως, είχε περισσότερη ένταση ο άνεμος, για να μη σπάσουν οι αντένες, τότε ο μυλωνάς έκανε τα πανιά τριτσαρόλια (δίπλωνε δύο φορές από τα πανιά γύρω από την αντένα). Αν ο άνεμος γινόταν πιο έντονος, τότε δίπλωνε ακόμα περισσότερο τα πανιά γύρω από τις αντένες και τα έκανε μύτες. Κι όταν είχε θύελλα και ήταν απαραίτητο να δουλέψει ο μύλος, τότε μάζευε εντελώς δύο – τρία πανιά και δούλευε με πέντε – έξι μύτες.

Το άπλωμα και το μάζεμα των πανιών γινότανε απ’ έξω, αφού πρώτα με ένα μηχανισμό (φρένο) ακινητοποιούνταν οι αντένες. Κατά τα άλλα, εσωτερικά ο ανεμόμυλος είχε τα εξαρτήματα του νερόμυλου: δύο ρόδες (η κάτω σταθερή), κοφινίδα, ταΐστρα και σκάφη. Καθένας από τους ανεμόμυλους (που στέκουν σήμερα κουφάρια – απομεινάρια, μάρτυρες μια αλλιώτικης, δύσκολης όσο και όμορφης εποχής) έχει τη δική του ιστορία. Γνωρίζω και μεταφέρω στο χαρτί το κύκνει άσμα του μύλου του Γρουμάνη:

Εκείνο τον Αύγουστοτου 1954 (ίσως του 1953, δεν είμαι κατηγορηματικός) είχε για πολλές μέρες άπνοια. Τα αλέσματα είχαν μαζευτεί σωρός (ήτανε ο τελευταίος ανεμόμυλος που λειτουργούσε). Ο Κώστας ο Λίτζος γκρίνιαζε με το πείσμα του καιρού και συνεχώς κοντραριζόνταν με τις απαιτήσεις των πελατών, που είχαν ανάγκη το άλεσμα.

Και τότε ξαφνικά σηκώθηκε άνεμος δυνατός, που όλο και δυνάμωνε. Ο Κώστας ο Λίτζος αποφάσισε να δουλέψει όλη τη νύχτα και, μάλιστα, με οχτώ γιοματάρια, για να αλέσει όλα τα γεννήματα. Κι ούτε ήθελε να ακούσει τις συμβουλές για να κάνει, τουλάχιστον, τριτσαρόλια τα πανιά. Υπερεκτίμησε την αντοχή του μύλου. Ούτε όταν ο άνεμος δυνάμωσε πολύ, έγινε θύελλα, ούτε και τότε υποχώρησε. Έτσι έγινε το κακό. Έσπασαν οι αντένες!

Από τότε ο τελευταίος ανεμόμυλος του χωριού μας, εγκαταλείφθηκε. Το σίγουρο, ότι οι τελευταίοι ιδιοκτήτες (κι ο Κώστας Λίτζος μαζί) είχανε βαρεθεί το μύλο! Προκοπή δεν είχε πλέον – αν είχε και ποτε! Ο ένας αδελφός (ο Σάββας) έφερνε ψάρια και πουλούσε στο χωριό. Ο Γρηγόρης (Γόρας) κι ο Λίτζος μαζί κάνανε τους καφετζήδες. Κι ο Κώστας (Φώλιας) το χασάπη.

Σήμερα απομένουν μόνο τα κτίσματα των ανεμόμυλων κι αυτά μισοερειπωμένα. Σε άλλα μέρη έχουν αξιοποιήσει τους ανεμόμυλους για τουριστικούς σκοπούς. Γιατί όχι και τους δικούς μας; Οι ιδιοκτήτες ας το σκεφθούν. Ιδιαίτερα, όμως, πρέπει να απασχολήσει το Δήμο αυτό το θέμα. Νομίζω, ότι θα πρέπει έμπρακτα να ενισχυθεί μια τέτοια προσπάθεια. Κάποιες ομορφιές της αγροτικής ζωής αρέσουν και στους νεώτερους και προσελκύουν τους ξένους.

Το παρόν κείμενο του Ναπολέωντα Π. Δουβίτσα δημοσιεύτηκε στο φύλλο 36,

του Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου 2000,

της εφημερίδας

“Καρσάνικα Νέα”.