“Αν είστε πέντε φύγετε
αν είστε δέκα ελάτε
κι εμένα το μαχαίρι μου
κανέναν δε φοβάται”
Είναι κάποιοι άνθρωποι που έχουν εδώ και καιρό φύγει από κοντά μας αλλά η αύρα τους λες και σε καρτερεί στο παρακάτω στενό για να σε απαντήσει. Το νιώθεις κάθε φορά που διαβαίνεις τα σοκάκια της Καρυάς και συναντάς τα κομμάτια της ιστορίας των ανθρώπων που έζησαν σε αυτό τον τόπο.
Σε έναν από τους καθιερωμένους μας πλέον κυριακάτικους περιπάτους στο χωριό, κατηφορίζοντας το μοναδικό πλακόστρωτο στενό δίπλα από την κεντρική πλατεία, την προσοχή αποσπά το μικρό υπόστεγο πάνω από το παράθυρο του σπιτιού του μαστρο – Σταύρου.
Εκείνο το περίτεχνο τσίγκινο υπόστεγο με το δαντελωτό τελείωμα που χρησίμευε για να προστατεύει τα ανοίγματα των σπιτιών από τα καιρικά φαινόμενα, στάθηκε η αφορμή για το ταξίδι μας πίσω στο χρόνο, σε εκείνη τη νοερή γνωριμία με τον μπάρμπα Σταύρο Κατωπόδη, τον μαστρο- Σταύρο όπως τον αποκαλούσαν τότε στο χωριό.
Περί τα τέλη Αυγούστου ο Νίκος Κατωπόδης, γιος του μαστρο- Σταύρου, μας υποδέχθηκε μετά χαράς στην αυλή του πατρικού του σπιτιού. Η ευγενική και σεβάσμια φιγούρα του κυρίου Νίκου ήταν ο προάγγελος μιας συγκινητικής αναδρομής στη ζωή του μαστρο- Σταύρου, μέσα από τα βιώματα το ιδίου.
Τα πρώτα μαθητικά χρόνια
Ο μαστρο-Σταύρος Κατωπόδης, παιδί του Ευστάθιου Κατωπόδη και της Ατζουλέτας Κατωπόδη το γένος Αραβανή από τα Ρεκατσινάτα, γεννήθηκε στην Καρυά το 1903.
Σε ηλικία πέντε ετών αποχαιρετά τον πατέρα του που φεύγει μετανάστης στην Αμερική ενώ παράλληλα ξεκινά τη φοίτησή του στο δημοτικό Σχολείο της Καρυάς στο οποίο και φοιτεί μέχρι και την Γ’ Τάξη.
Η επαφή με τις τέχνες
Η είδηση πως γνωστός κατασκευαστής γεωργικών εργαλείων από την πόλη της Λευκάδας αναζητεί βοηθό φτάνει στα αυτιά των ντόπιων και ο μαστρο- Σταύρος για πολλούς είχε τα προσόντα για τη θέση αυτή. Έτσι στα δεκατρία του μετακομίζει στην πόλη της Λευκάδας γίνεται ο παραγιός του σιδηροτεχνίτη, του μαστρο- Ζώη και μένει κοντά του μέχρι τα δεκαπέντε του χρόνια. Την ίδια εποχή συνάπτει φιλικούς δεσμούς με κάποιον ωρολογοποιό γεγονός που του προκάλεσε ενδιαφέρον για την τέχνη της ωρολογοποιίας. Έτσι πολύ σύντομα έμαθε να επισκευάζει και ρολόγια.
Η μουσική, η μεγάλη του αγάπη
Ο μαστρο- Σταύρος από μικρός έδειξε την αγάπη του για τη μουσική και η πρώτη του επαφή έγινε όταν ο πατέρας του του χάρισε ένα λαούτο. “Δεν υπήρχε δάσκαλος για το λαούτο και στην αρχή έμαθε λίγα πράγματα μόνος του, όμως δεν ήταν ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα γιατί άκουγε μουσική στο ραδιόφωνο και σύγκρινε “.
Σε ηλικία εικοσιπέντε ετών μετακομίζει στο Αγρίνιο με σκοπό να μάθει να παίζει λαούτο. Σε μια επίσκεψη στο Μουσικό καφενείο της περιοχής γνωρίζεται με τον Λευκαδίτη κλαρινίστα Μαργέλη, ο οποίος του προτείνει να τον ακολουθήσει σε γαμήλιο γλέντι, που θα έπαιζε μουσική ο ίδιος, στη Μακρυνεία Αιτωλοακαρνανίας. Κατά τη διάρκεια του γλεντιού ο Μαργέλης συστήνει τον μαστρο- Σταύρο στον λαουντιέρη της ορχήστρας του, τον μεγάλο Αρτινό δάσκαλο λαούτου, Γεράσιμο Λάλο και τον παρακαλεί να τον διδάξει λαούτο. Η γνωριμία με τον Λάλο ήταν η απαρχή ενός νέου ξεκινήματος για τον μαστρο- Σταύρο, ο οποίος όχι μόνο έμαθε λαούτο αλλά εργάστηκε για έξι χρόνια στο καφέ Αμάν του Αυδή στο Αγρίνιο και έπαιξε δίπλα σε Τούρκους και Αρμένιους μουσικούς.
Ο αδερφός του Σπύρος Κατωπόδης, Λούντρος γνωστός Λευκαδίτης κλαρινίστας, που απέσπασε βραβείο δεξιοτεχνίας κατά την εμφάνιση του Μουσικοφιλολογικού Ομίλου Καρυάς Απόλλωνα στη Γαλλία, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην μουσική εξέλιξη του μαστρο- Σταύρου.
Η νόσος
Όμως την εποχή εκείνη η ελονοσία εξαπλώνεται γρήγορα και ο μαστρο- Σταύρος δεν εξαιρείται από τη νόσο. Οι γιατροί του συστήνουν να μετοικίσει σε ένα μέρος με ήπιο και ξηρό κλήμα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον υψηλό πυρετό. Η επιστροφή στην Καρυά έμοιαζε ως η μοναδική ενδεδειγμένη λύση για να… γερέψει.
Όταν ξεπέρασε το πρόβλημα υγείας που τον ταλαιπώρησε και αφού είχε ήδη εγκατασταθεί στην Καρυά, αποφάσισε να ασχοληθεί με τη μουσική και συγκεκριμένα με το λαούτο. Έτσι για μερικά χρόνια ήταν οργανοπαίχτης σε λαϊκά πανηγύρια και κοινωνικές εκδηλώσεις.
Το δικό του εργαστήριο
Το ταλέντο του στις κατασκευές όμως γρήγορα τον έκανε να αλλάξει επάγγελμα και έπειτα από προτροπή του βαρελοποιού Επαμεινώνδα Γλένη, ανοίγει το δικό του εργαστήριο που συστεγάζεται με αυτό του Γλένη στη γειτονιά του Άη Νικόλα. Αργότερα το εργαστήριο μεταφέρθηκε στο κτήριο του Απόλλωνα, ώσπου μετά από μερικά χρόνια άλλαξε πάλι στέγη πλέον απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα. Ούτε εκεί όμως φαίνεται πως ήταν το ιδανικό μέρος για τον μαστρο-Σταύρο που πλέον αλλάζει όχι μόνο γειτονιά αλλά και χωριό. Το πέτρινο χαμηλό οίκημα απέναντι από ο πηγάδι στο Φρυά για τα επόμενα τρια χρόνια θα γίνει το νέο του στέκι μέχρι που θα επιστρέψει στην Καρυά και θα εγκατασταθεί μόνιμα πλέον δίπλα από το Συμβολαιογραφείο του Κακλαμάνη.
Τα έργα του
Τίποτα δεν ήταν ακατόρθωτο για το μαστρο- Σταύρο. Αυτό τουλάχιστον απέδειξε η πληθώρα των κατασκευών που είτε επινόησε είτε επισκεύασε. Από γεωργικά εργαλεία της εποχής μέχρι κατασκευή εξ αρχής κυνηγετικών όπλων. Επισκεύαζε ραπτομηχανές, γραμμόφωνα και ραδιόφωνα. Έφτιαχνε ζυγαριές, στατέρια και παλάντζες, επινοώντας μόνος του τόσο τον τρόπο κατασκευής και όσο και λειτουργίας τους. Είχε κατασκευάσει από την αρχή τόρνο, του οποίου τα σίδερα είχε προμηθευτεί από τον συγχωριανό του σιδηρουργό μαστρο- Γιώργο Κατωπόδη- Ματαγιά.
Η Μαχαιροποιΐα
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου επισκέπτεται τον μαστρο- Σταύρο ένας αντάρτης, ο οποίος του εμπιστεύθηκε το μαχαίρι του για να το τροχίσει. Ο αντάρτης αυτός δεν επέστρεψε ποτέ και έτσι το μαχαίρι έμεινε στον μαστρο- Σταύρο. Το ανήσυχο και φιλομαθές πνεύμα του τον σκανδάλιζε διαρκώς μέχρι την ημέρα που αποφάσισε να καταστρέψει τη λαβή του μαχαιριού. Τότε άρχισε να την περιεργάζεται με σκοπό να εμπεδώσει τον τρόπο κατασκευή της. Έπειτα από πολλές προσπάθειες, όταν έφτασε στο επιθυμητό αποτέλεσμα και με οδηγό το μαχαίρι του αντάρτη, το πρώτο μαχαίρι από τα χέρια του μαστρο- Σταύρου, ήταν γεγονός.
Όταν ο μαστρο- Σταύρος επισκέφθηκε τον Πάνο Κατωπόδη, γνωστό μαχαιροποιό από τον Πόρο Λευκάδας, τον οποίο είχε γνωρίσει όταν έπαιζε λαούτο στο πανηγύρι του χωριού,του ζήτησε να τροχίσει το μαχαίρι, θέλοντας να διαπιστώσει αν ο Πορσάνος μαχαιροποιός θα διαπίστωνε τον κατασκευαστή του μαχαιριού. Ο Πάνος Κατωπόδης γνωρίζοντας το ταλέντο του μαστρο-Σταύρου αμέσως κατάλαβε πως ο κατασκευαστής του μαχαιριού δεν θα μπορούσε να ήταν άλλος από τον ίδιο τον μαστρο-Σταύρο. “Εσύ θα είσαι ο αντικαταστάτης μου”, φαίνεται να του είπε.
Ο μαστρο- Σταύρος κατασκεύαζε μαχαίρια κατά παραγγελία ενώ οι λαβές τους διακοσμούνταν με περίτεχνα μεταλλικά σχέδια προσδίδοντας στο κάθε μαχαίρι ξεχωριστή μοναδικότητα.
Η πατέντα στο καμπαναριό
Στα τέλη της δεκαετίας του ΄30 κατασκευάζεται το καμπαναριό του ναού του Αγίου Σπυρίδωνα στην Καρυά. Το ρολόι κατασκευάσθηκε σε αθηναϊκό εργοστάσιο και για την τοποθέτησή του ζητήθηκε η συμβολή ενός ντόπιου τεχνίτη. Ο τότε κοινοτάρχης Κίμων Θερμός ζήτησε από τον μαστρο-Σταύρο να βοηθήσει το συνεργείο και εκείνος ανταποκρίθηκε αμέσως. Με τη τοποθέτηση του ρολογιού το χωριό από άκρη σε άκρη άκουγε τους χτύπους στην αλλαγή της ώρας. Γρήγορα όμως προέκυψε ένα σοβαρό πρόβλημα. Το ρολόι χτυπούσε τόσες φορές όσες και οι ώρες με γρήγορο ρυθμό. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την ηχώ που δημιουργούνταν εξαιτίας της χωροταξικής θέσης του χωριού, δημιουργούσε σύγχυση για την ακριβή ώρα, ιδίως στους κατοίκους που έμεναν μακριά από το κέντρο του οικισμού.
Όταν ο κοινοτάρχης ανέφερε το πρόβλημα στον εκπρόσωπο της εταιρίας, ονόματι Καραμάνος, εκείνος του απάντησε πως το ρολόι κατασκευάσθηκε έτσι στο εργοστάσιο και δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι αυτό.
Τότε ο κοινοτάρχης ζήτησε τη συμβολή του μαστρο-Σταύρου. Αυτός ανέβηκε στο καμπαναριό, άνοιξε το ρολόι και αφού διαπίστωσε τον τρόπο λειτουργίας του, εμπνεύστηκε μια πατέντα. Η λειτουργία του ρολογιού βασίζονταν σε μια φτερωτή. Όταν περνούσε η ώρα, γυρνούσε αντίστοιχες φορές η φτερωτή και χτυπούσε το ρολόι. Ο μαστρο-Σταύρος για να καθυστερήσει το γύρισμα της φτερωτής, πρόσθεσε στα δύο άκρα προεκτάσεις. Έτσι η φτερωτή απέκτησε μεγαλύτερο μήκος και βάρος με αποτέλεσμα να χτυπά πιο αργά.
Όταν ο Καραμάνος διαπίστωσε την αλλαγή στον χτύπο του ρολογιού ζήτησε να συναντήσει τον μαστρο- Σταύρο. Η πρόταση για μια θέση στο εργοστάσιο κατασκευής ρολογιών έπεσε στο τραπέζι, η άρνηση όμως του μαστρο- Σταύρου δεν άργησε να έρθει.
Η πρόταση από την καπνοβιομηχανία Ματσάγγου
Ο μαστρο-Σταύρος, λάτρης της ευρεσιτεχνίας, είχε σχεδιάσει και κατασκευάσει μηχανή που έκοβε τον καπνό που χρησιμοποιούσαν στα τσιγάρα. Αυτή τη μηχανή χρησιμοποιούσε ο ίδιος και ήταν γνωστή σε πολλούς συγχωριανούς. Κατά την επίσκεψη του αντιπροσώπου πωλήσεων ειδών καπνιστού της καπνοβιομηχανίας Ματσάγγου στην Καρυά, ο μαστρο-Σταύρος έδειξε την μηχανή που είχε κατασκευάσει στον αντιπρόσωπος και εκείνος του πρότεινε συνεργασία και μάλιστα έναντι αδρής αμοιβής. Ο μαστρο- Σταύρος δεν φαίνεται να συγκινείται από την πρόταση και αρνείται για ακόμα μια φορά.
* * *
Ο μαστρο-Σταύρος υπήρξε ένας από τους πιο χαρισματικούς και ταλαντούχους ανθρώπους που γεννήθηκαν στον τόπο μας, με χαρακτηριστικά του γνωρίσματα την επινοητικότητα, την εφευρετικότητα, την αγάπη για τις τέχνες και τη μουσική. Νυμφεύθηκε την Αναστασία Βλάχου και απέκτησε δύο παιδιά τον Νίκο και την Ατζουλέτα.
Σε μεγάλη πια ηλικία κλείνει οριστικά το εργαστήριό του ενώ τα εργαλεία του, που ο ίδιος κατασκεύασε, πέρασαν στα χέρια γνωστών τεχνιτών της Καρυάς. Πάθανε το 1976 σε ηλικία 73 ετών.
Ακόμα και σήμερα το τσίγκινο υπόστεγο πάνω από το παράθυρο του πατρικού του σπιτιού, τα σκουριασμένα πια χερούλια στις παλιές κατωγόπορτες, τα δρεπάνια στις αποθήκες των παππούδων μας, τα συλλεκτικά όπλα που διακοσμούν σήμερα πολλά σαλόνια, θα θυμίζουν σε όλους μας πως κάποτε στην Καρυά τα ευλογημένα χέρια του μαστρο- Σταύρου κατασκεύασαν αυθεντικά καλλιτεχνήματα.
Θα το διαπιστώσει εύκολα όποιος κρατήσει στα χέρια του το σκαλιστό μαχαίρι του μαστρο- Σταύρου που αναγράφει τα λόγια του ίδιου…. “Αν είστε πέντε φύγετε αν είστε δέκα ελάτε κι εμένα το μαχαίρι μου κανέναν δε φοβάται”.
Οι φωτογραφίες ανήκουν στο προσωπικό αρχείο του Νίκου Σ. Κατωπόδη.
Σ.τ.Ε: Αξίζει να σημειωθεί, ότι στην αυλή του Μαστρο – Σταύρου Κατωπόδη, πέρασε τα μετεφηβικά του χρόνια και ανδρώθηκε μουσικά ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, ο Χρήστος Ζώτος, ο οποίος ανέδειξε με την απαράμιλλη δεξιοτεχνία του το λαούτο, ως σολιστικό όργανο, αυξάνοντας το ρεπερτόριο του και προσθέτοντας νέα ηχοχρώματα και τρόπους προσέγγισης στην παραδοσιακή μουσική.
Ο ίδιος αναφέρεται με τα εγκωμιαστικά λόγια στην περίοδο εκείνη εξαίροντας τον χαρακτήρα και το ήθος του Μαστρο – Σταύρου και του γιού του Νίκου Κατωπόδη, καθώς επίσης και του κόσμου της Λευκάδας, οι οποίοι, κατά τον ίδιον, ήταν – εκείνη την εποχή – από τους περισσότερο πολιτισμένους ανθρώπους του ελλαδικού χώρου.