Πρίν από δυο – τρία χρόνια (Σ.τ.Ε. περί το 2000 – 2001), στα πλαίσια του υπερτίτλου «Οι Γειτονιές και τα Σόγια Μας», είχα γράψει για τη γειτονιά των Δουβιτσαίων και το σόι τους. Έγραψα επειδή το κατείχα το θέμα, με αφορούσε οικογενειακά. Ταυτόχρονα εξέφρασα την άποψη, ότι χρήσιμο θα ήτανε – στα πλαίσια μιας ευρύτερης διαδρομής μας στη αγροτική εποχή του χωριού μας – να καταπιαστούν, όσοι γνωρίζουν, όσοι μπορούν να ανατρέξουν σε πηγές, γραπτές ή προφορικές, που δόξα τω Θεώ υπάρχουν, ο καθένας για το δικό του σόι και τη δική του γειτονιά.
Αν σήμερα κάνω αυτή την εξαίρεση και γράφω για τη γειτονιά και το σόι των Σαββαίων, υπάρχουν δύο σοβαροί λόγοι:
α) η γιαγιά μου ήταν Σάββαινα, άμεση απόγονος του γεννήτορα, του Πατριάρχη σε εκείνο το σόι, στερνοπαίδι του Σάββα, εκείνου που περισσότερο απ’ όλους οργάνωσε αυτό το σόι, αυτή την κλειστή γειτονιά. Μου είναι αδύνατο να μην κάνω αυτό το μνημόσυνο σε κείνον τον αεικίνητο, το γλυκό άνθρωπο, τη γιαγιά μου, που σφράγισε με τόσην ομορφιά την παιδική μου ηλικία.
β) ο καρδιολόγος γιατρός Χρήστος Ι. Αραβανής (Σάββας) μου ζήτησε να γράψω για τους Σαββαίους και ταυτόχρονα μου εμπιστεύτηκε όσα στοιχεία είχε σχετικά. Αυτό το εκτιμώ ιδιαίτερα. Περισσότερο επειδή γνωρίζω πόσο δεμένος είναι ο συγγενής μου γιατρός με το σόι του και όσα αυτό έδωσε στο χωριό μας κατά την αγροτική εποχή την αμέσως μετά.
Στο χωριό μας υπάρχουν διάσπαρτες πολλές επί μέρους οικογένειες Αραβαναίων. Το επώνυμο Αραβανής μαζί με το Σταύρακας και Κατωπόδης, είναι τα τρία πολυαριθμότερα της Καρυάς. Όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν στο ότι η πρώτη ρίζα, η πρώτη μήτρα των Αραβαναίων της Καρυάς, υπήρξε στο Χαλιά, απ’ όπου, κατά τους αιώνες της αγροτικής εποχής, για τους ιδιαίτερους κάθε φορά λόγους, διασκορπίστηκε και στο υπόλοιπο χωριό.
Μαρτυρίες προφορικές αλλά και γραπτές (περ. Ταχυδρόμος) αναφέρουν ότι η πρώτη μήτρα των Αραβαναίων έζησε στα βάθη της Μικράς Ασίας στην περιοχή της Καππαδοκίας. Εκεί στην περιοχή του Ικονίου (Βιλαέτι Ικονίου) υπήρχε το χωριό Αραβάνειον (Αραβάν), που το 1921 αριθμούσε ακόμα 200 οικογένειες ελληνόφωνες. Το χωριό Αραβάνειον βρισκόταν μια ώρα έξω από το Νίγδη και είχε κατά βάση δραστηριότητα γεωργική (αμπέλια και οπωροφόρα δέντρα).
Στο Κέντρο Καππαδοκιακών Μελετών (Νέα Καρβάλη – Καβάλα) και στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, υπάρχουν στοιχεία που μαρτυρούν τις πρώτες μετακινήσεις κατοίκων από το χωριό Αραβάνειον της επαρχία Ικονίου Μ. Ασίας προς το χωριό Καρυά της Λευκάδας. Αυτή η μετακίνηση τοποθετείται αμέσω μετά την εξάπλωση των Τούρκων στον ελλαδικό χώρο (15 αι. μ.Χ). Λέω ότι στα δύο αυτά ιστορικά κέντρα αν κάποιος ενδιαφερθεί να ερευνήσει σχετικά, θα εύρει περισσότερο συγκεκριμένα στοιχεία.
Ο Σωκράτης Αραβανής του Γρηγορίου, που πέθανε τη δεκαετία του 1990 σε βαθιά γεράματα, άφησε ιδιόχειρο σημείωμα με την ένδειξη ότι καλύπτει την περίοδο από το 1792 και μετά. Διασταυρώνοντας το σημείωμα αυτό με το αντίστοιχο που μου έδωσε ο Χρήστος Αραβανής του Ιωάννου (γιατρός), πρωτοξάδελφος του Σωκράτη, προκύπτει ότι μάλλον η δραστηριότητα των Αραβαναίων στη σημερινή γειτονιά «Σαββάτα» (τότε βέβαια δεν είχε αυτό το όνομα) ξεκινάει από τα τέλη του 18ου αιώνα. Πως και για ποιο λόγο έγινε αυτή η μετακίνηση της οικογένειας από τον πετρώδη Χαλιά στη γονιμότερη περιοχή της Βάλτας δεν είναι εξακριβωμένο. Ίσως να έχομε περίπτωση εσωγραμπρίας. Πάντως υπάρχει και η ισχυρή ένδειξη που μαρτυράει προς την εκδοχή να επρόκειτο για μιαν οικογένεια οικονομικά ευρωστότερη – πάντοτε σε σύγκριση με την υπόλοιπη αγροτική κοινωνία του χωριού μας. Οι άμεσοι απόγονοι εκείνου στράφηκαν γρήγορα σε ευρύτερους ορίζοντες ενδιαφερόντων, από εκείνους της αγροτικής κοινωνίας. Ιδιαίτερα προς τα Γράμματα.
Στην έρευνα δε διαπίστωσα διασταυρώσεις αυτού του σογιού πριν από την εποχή του Θεόδωρου Αραβανή στην περιοχή της Βάλτας. Μάλλον ο Θεόδωρος θα υπήρξε ο πρώτος κάτοικος στο χώρο αυτό. Βέβαια εννοώ από την πλευρά των Αραβαναίων. Ο Θεόδωρος Αραβανής, ο πρό-προπάππος του Βασίλη (Κολήλα), του Στάθη (Κολήλα), του Σπύρου (Πιπινάρα), του Κώστα (Φάρφα) και άλλων πολλών. Ο Θεόδωρος είχε δύο αγόρια: το Γρηγόριο και το Σπύρο.
Γρηγόριος Αραβανής: ο Μητροπολίτης
Για να αναδείξει κάποιος την προσωπικότητα και το έργου του Μητροπολίτη Γρηγόριου Αραβανή, θα πρέπει ν’ ασχοληθεί αποκλειστικά με αυτό το θέμα. Στο στενό χώρο ενός οικογενειακού σημειώματος κατ’ ανάγκην η αναφορά θα είναι εξαιρετικά περιορισμένη.
Ο πρωτότοκος γιός του Θεόδωρου, Γρηγόριος, είχε την αγαθή τύχη και ταυτόχρονα το δυσχερέστατο έργο να αγωνιστεί (ως Μητροπολίτης Λευκάδας) εναντίον της Αγγλοκρατίας των Επτανήσων και υπέρ της Ενώσεως των νησιών με τη Μητέρα Πατρίδα. Είχε και την επιτυχία να ιδεί το Όραμά του να πραγματοποιείται.
Το αξίωμά του δεν τον απομάκρυνε από το χωριό του και από την οικογένεια. Το καλοκαίρι, που έκανε τις διακοπές του στην Καρυά, έμενε στο σπίτι, που είχε γεννηθεί (ιδιοκτησίας τότε του πρωτανηψιού του Σάββα, αργότερα του δευτερανηψιού του Ιωάννη και τώρα του τριτανηψιού του Χρήστου, του γιατρού). Γύρω στα 1853 ο Μητροπολίτης, με δικά του χρήματα, ύψωσε στο εν λόγω οίκημα, δεύτερο όροφο. Εκεί είχε πλέον το προσωπικό του δωμάτιο. Εκεί συνεχίζει και σήμερα να υπάρχει αναρτημένη η φωτογραφία του. Αυτό εκτιμάται από το γιατρό Τάκη ως ύψιστη τιμή, ως μεγάλο κληρονομικό απόκτημα.
Ο δευτερανηψιός του και γιός του Σάββα, ο Ιωάννης Αραβανής έλεγε, ότι θυμόταν τον υπέργηρο πλέον και απόμαχο Μητροπολίτη Γρηγόριο, με το αχώριστο σκουφί του, με την πατερίτσα του, να πηγαίνει σκυφτός προς το αλώνι, χώρο όπου συνήθιζαν να συγκεντρώνονται οι μεγάλοι της γειτονιάς και να παίζουν τα παιδιά.
Έτσι κάπως περνούσε τα καλοκαίρια του. Τότε πολλοί, πάμπολλοι Λευκαδίτες, οι πλέον ευκατάστατοι, συνήθιζαν να παραθερίζουν στην Καρυά, εκτιμώντας το χώρο αυτό ως τον ιδανικότερο για την υγεία τους. Έτσι έκριναν τότε. Κι αν πέρασαν τόσα χρόνια από τότε, κι αν άλλαξαν πολλά, τίποτα δε με πείθει ότι εκείνοι οι λόγοι δεν είναι το ίδιο ισχυροί και τώρα. Αντίθετα ισχυρότεροι μοιάζουν για τους τυραγνισμένους, από τους έντονους ρυθμούς του σήμερα, οργανισμούς μας. Απλά, απλούστατα κρίνω, ότι αυτό που συμβαίνει, είναι ότι χάσαμε, μέσα στην ένταση, το μέτρο της κρίσης. Γι’ αυτό, βέβαια, ουδόλως ευθύνονται τα ορεινά μας θέρετρα, και η Καρυά μαζί τους. Μάλλον εμείς οι άνθρωποι θα πρέπει να ψάξουμε για την ψυχή μας!
Κατά τους χειμερινούς μήνες ο Μητροπολίτης Λευκάδος, Γρηγόριος Αραβανής, έμενε στη Χώρα, στο σπίτι του πρωτανηψιού του, γιού του αδελφού του Σπύρου, του Θοδωρή, δικηγόρου. Κι όταν ο δικηγόρος έλειπε στην Αθήνα, τότε ο Γρηγόριος έμενε στο σπίτι της Αναστασίας, κόρης του δικηγόρου Θοδωρή.
Ο δευτερότοκος γιος του Θεόδωρου Αραβανή, ο αδελφός του Μητροπολίτη, ο Σπύρος ασχολήθηκε με την κτηματική περιουσία της οικογένειας. Αυτός στήριξε, στα πλαίσια και τις απαιτήσεις της Αγροτικής εποχής, την οικογένεια. Ο Σπύρος έμεινε γνωστός με το όνομα Σπυραντάς (Σπραντάς). Από το Σπραντά και μετά, η συνέχεια αποδείχτηκε δημιουργική.
Σάββας Αραβανής: ο πατριάρχης των Σαββαίων
Ο Σπυραντάς είχει τρεις γιους (το Θοδωρή, το Βασίλη και το Σάββα) και τρεις κόρες (την Ευφροσύνη, την Ελένη και τη Θοδώρα). Γενικά οι περισσότεροι των Σαββαίων ευθυγραμμιζόμενοι στο πνεύμα της αγροτικής εποχής, υπήρξαν πολύτεκνοι (κάνανε πολλά παιδιά, ώστε από κείνα που θα επιζούσαν να υπάρξει η συνέχεια στο σόι).
Ο πρώτος γιός, ο Θοδωρής έγινε δικηγόρος, όπως προανέφερα. Απόγονοι του δεύτερου, του Βασίλη, ζουν στους Σφακιώτες. Από τον τρίτο, το Σάββα υπήρξε η συνέχεια στο σόι.
Ο τρίτος γιός του Σπυραντά, ο Σάββας γεννήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, λίγο μετά την Επανάσταση του ’21, λίγο πριν την Ένωση της Επτανήσου. Στη ζωή του έδωσε δείγματα δραστήριου ανθρώπου, όχι μόνο περί τα επαγγελματικά. Ήτανε ανήσυχος και ιδιαίτερα γόνιμος. Παντρεύτηκε δυο φορές: Πρώτα με ένα κορίτσι από το σόι του Λογοθέτη (Μπαλωμένου) από το Νιοχώρι Λευκάδας και κατόπιν με τη Γιάννα Κατωπόδη (Κωσταρέλου).
Από τον πρώτο γάμο απέκτησε δύο αγόρια, το Στάθη και το Σπύρο, που μείνανε στο χωριό μας γνωστοί με το παρατσούκλι «Κολήλας».
Με τα αγόρια συνεχίστηκε η γονιμότητα του Σάββα και στο δεύτερο γάμο του. Και μάλιστα με έξι (6): Γρηγόρης, Πέτρος, Θοδωρής, Μηνάς, Γιάννης, Σοφοκλής. Η εμμονή στην παραγωγή αποκλειστικά και μόνο αρσενικών είχε καταντήσει πρόκληση! Το άσχημο ήταν που αυτό ενοχλούσε το γεννήτορα. Το ενοχλούσε που δεν έφερνε στον κόσμο και ένα θηλυκό , αλλά δεν τον απέλπιζε!. Ώσπου η εργατικότητα του απέδωσε κι ο ίδιος ηρέμησε: το 1881 απέκτησε την κόρη του Μαρία, ύστερα από οκτώ (8) αγόρια. Η Μαρία, η κατοπινή σύζυγος του παππού μου Ιωάννη Δουβίτσα (του Κουμπούρα) η γιαγιά μου.
Όσο κι αν μοιάζει περίεργο ο Σάββας των δύο συζύγων και των εννέα τέκνων, εύρισκε και χρόνο ν’ ασχολείται με την περιουσία του. Και μάλιστα δημιουργικά. Αχ, εκείνοι οι άνθρωποι, οι άοκνοι, εκείνοι που έκαναν τη νύχτα μέρα, που δούλευαν από τη νύχτα ως την άλλη νύχτα, τα μυρμήγκια εκείνα της ξωτέρας! Ο Σάββας έκανε τεράστια κτηματική περιουσία. Κυρίως αμπέλια. Βέβαια ήτανε τα χρόνια με τις εξευτελιστικές τιμές για το κρασί. Αλλά ο Σάββας είχε μεγάλη οικογένεια, που ήθελε φαγητό και ρούχα. Και το κυριότερο, ο Σάββας ήθελε μια οικογένεια που να στέκεται γερά στα πόδια της, να έχει όνομα στην αγροτική κοινωνία. Αυτά απαιτούσαν γερά εισοδήματα. Έτσι ο Σάββας ζώστηκε στη δουλειά.
Τότε άρχισε ν’ αναπτύσσεται η γειτονιά (τα Σαββάτα). Τα δύο αγόρια από τον πρώτο γάμο του Σάββα (ο Στάθης κι ο Σπύρος) πήρανε τα σπίτια στην άκρη της γειτονιάς. Το σπίτι που κράτησε ο Σάββας και κατοικούσε με τη δεύτερη γυναίκα του, ήτανε μικρό για να στεγάσει την πολυμελή οικογένεια του. Έτσι άρχισε να το επεκτείνει κτίζοντας κι άλλα σπίτια, με τον ίδιο καβαλάρη, προς τη γειτονιά των Κοψιδαίων. Και πάλι η σειρά των καινούργιων σπιτιών δεν επαρκούσε. Έτσι έχτισε κι άλλα σπίτια στην ίδια σειρά που βρισκόταν τα σπίτια των παιδιών από τον πρώτο γάμο (Κολληλαίων).
Οι δυο σειρές των σπιτιών περιέκλεισαν μια στενόμακρη αυλή. Αυτή η αυλή με τα σπίτια ολόγυρα συγκροτούν τη γειτονιά «Σαββάτα».
Από τη μία μεριά, τη σειρά των σπιτιών στο πάνω μέρος του λόφου, είναι κατά σειρά τα σπίτια των: Γιάννη, Μηνά, Θοδωρή και Σοφοκλή. Στην κάτω σειρά, μετά τα «Κολληλάτα», είναι τα σπίτια του Γρηγόρη και του Πέτρου.
Οι δυο σειρές των σπιτιών με την αυλή από μόνα τους, και για τα σημερινά μέτρα μας, δε λένε και πολλά πράγματα, δε συγκροτούν κάτι που αξίζει να το προσέξουμε ιδιαιτέρως και να το αποτιμήσουμε. Αλλά δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Οι σύγχρονοι άνθρωποι που απολαμβάνουμε τις σύγχρονες ανέσεις μέσα στα εφτάκλειστα κουτιά – διαμερίσματα, δε μπορούμε, βέβαια, να αντιληφθούμε τη ψυχική θαλπωρή του σπιτιού με τις ανοιχτές πόρτες, με τα ολάνοιχτα στον ήλιο και το μαϊστράκι παράθυρα. Ούτε μπορούμε να εκτιμήσουμε τη μαγεία της κοινής αυλής με τις κληματαριές και τις ανοιχτές θολωτές κατωγόπορτες ολόγυρα, συγκρίνοντάς την με τον βρώμικο ακάλυπτο χώρο των πολυκατοικιών. Είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα, απολύτως μη συγκρίσιμα.
Οι κατωγόπορτες! Οι θολωτές πόρτες των ορεινών χωριών της Λευκάδας! Ολάνοιχτες όλη μέρα να κοιτούν την αυλή! Οι δίαυλοι των οικογενειών προς τι άλλες για άμεση επικοινωνία στις χαρές, τις λύπες, τις ανάγκες. Ανοιχτές καρδιές προς τον κοινό χώρο, την κοινή αυλη: τη συνείδηση της γειτονιάς, το βωμό της κοινωνικότητας.
Ολόγυρα στην αυλή, κολλητά στα σπίτια, τα πέτρινα πεζούλια, όπου οι ξωμάχοι, οι Κολοκοτρωναίοι , κάθονταν αραδιαστά, αντικρυστά και ψυχαγωγούνταν ανοίγοντας τις πόρτες της ψυχής τους. Ξεφορτώνονταν τα βάσαν, μοιράζονταν τους πόνους, ανακοίνωναν τις σκέψεις τους, μιλούσαν για τα δύσκολα σχέδιά τους, τα οράματα. Και στο τέλος, πριν πάνε να κοιμηθούν, έλεγαν και ξαναέλεγαν τις ίδιες ιστορίες – θρύλους ή αφηγούνταν τα ευτράπελα και συχνά χοντρά καλαμπούρια τους. Εκεί ολόγυρα στην κοινή αυλή της γειτονιάς, που δεν τη χώριζε σε ιδιοκτησίες καμμιά ξεχωριστή απαίτηση, που μόνο ως κοινός χώρος μπορούσε να παίξει το ρόλο του κοινού τους ναού, του ναού της ψυχής. Όπου ο καθένας έκανε τη δική του θυσία στον κοινό βωμό της γειτονιάς, της στερνής εκείνης κοινωνίας.
Ποια πρόοδος, ποια επιστημονική κατάρτιση, ποιος πλούτος μπορούν να ξαναστήσουν αυτό το ναό της ψυχικής ανάστασης σήμερα; Την κοινή αυλή της γειτονιάς; Αναλογίζομαι και πονώ: τα εγγόνια μας δεν πρόκειται να βιώσουν τα νάματα εκείνου του σχολείου, να ποτιστούν από τις ομορφιές εκείνες, που μόνο αυτές μπορούσαν να τα οδηγούν στους απλούς, τους αληθινούς δεσμούς τους με την αρχέγονη μάνα, τη ρίζα της ζωής. Κι από την άλλη λυπάμαι που κάποιοι (οι περισσότεροι) από τους παλιούς εκτιμώντας ως «ανόητους συναισθηματισμούς» εκείνα τα νάματα, φρόντισαν να τα απορρίψουν, να τα περιφρονήσουν, να τα τσαλαπατήσουν. Τι έβαλαν στη θέση τους οι ανόητοι; Και με ποιάν παρρησία ψυχής θα μιλήσουν στα παιδιά τους για το πρόσφατο χθες της πατρικής τους ρίζας;
Η κοινή αυλή ανάμεσα στις δυο σειρές των σπιτιών των Σαββαίων είχε όλα τα χαρακτηριστικά που προαναφέραμε. Τις κληματαριές, τα πεζούλια, τις θολωτές πόρτες ολόγυρα. Και μια ελαφρά μουντάδα από το κλειστό του χώρου. Μια μουντάδα, που της προσέδιδε σοβαρότητα, βαρύτητα, επισημότητα, σχεδόν θρησκευτικότητα.
Τα παιδιά του Σάββα εδώ έπαιρναν τις κυριότερες αποφάσεις, που αφορούσαν τη λειτουργία του σογιού τους.
Σε μιαν τέτοια σύσκεψη αποφάσισαν, ότι στις οικογενειακές τους εκδηλώσεις (γάμους – γιορτές) αυτονόητα θα έπρεπε να συμμετέχουν και οι δυο – τρεις οικογένειες των γειτονικών Αραβαναίων (Βασιλαρδαίων και Καγραίων) κι ας μην άνηκαν στο στενότερο κύκλο των Σαββαίων.
Χαρακτηριστικό του δεσμού που υπήρχε ανάμεσα στους απογόνους του Σάββα είναι και τούτο, που μου θύμισε ο Φάνης. Πολύ συχνά οι Σαββαίοι, της κάτω σειρά των σπιτιών, προκειμένου να επιστρέψουν (κουρασμένοι όπως ήτανε) στην οικογένειά τους, δεν έκαναν το γύρο της γειτονιάς και από ‘κει να μπούνε στην κοινή αυλή και στο σπίτι τους, αλλά περνούσαν… μέσα από το σπίτι, το ακρινό της πάνω σειράς, εκείνο του Σοφοκλή. Κι ο νοικοκύρης ολοπρόθυμα (κρίνοντάς το ως αυτονόητο) προέτρεπε τη γυναίκα του και τις κόρες του «να αναμερίσουν τα πράγματα για να περάσουν οι άνθρωποι». Τα «πράγματα» που έπρεπε να αναμερίσουν ήταν το τραπέζι με το φαγητό τους!
Μέχρι το τέλος της κατοχής η γειτονιά παρέμεινε στην αρχική της μορφή. Και σήμερα ακόμα τα περισσότερα στοιχεία κρατάνε την παραδοσιακή του μορφή. Πάντως είναι χαρακτηριστικό και τούτο: παρότι ο χώρος ήτανε στενός για τόσο ευρύ σόι, η συντριπτική πλειοψηφία των Σαββαίων δεν ξανοίγονταν λίγο πιο πέρα για να φτιάξει εκεί το σπίτι της. Οι δεσμοί με τον παραδοσιακό τους χώρο ήταν ισχυροί. Τρεις μόνο εξαιρέσεις εντόπισα σε αυτόν τον κανόνα. Δύο Σαββαίοι απομακρύνθηκαν από τα Σαββάτα, ως σώγαμπροι: ο γιός του Σάββα, ο Θοδωρής (Σόρης) και ο εγγονός του Σάββα, Χρήστος, πατέρας του Ζώη, σημερινού συνταξιούχου του Επιμελητηρίου. Η τρίτη περίπτωση είναι εκείνη του Παναγιώτη, που έχτισε το σπίτι λίγο παράμερα από τη γειτονιά, στη θέση Βάλτα. Πάντως και τα παιδιά του Παναγιώτη, παρότι η οικογένεια έφυγε για την Άρτα, ουδέποτε αισθάνθηκαν ως κάτοικοι της καινούργιας πατρίδας τους και συνεχώς επιστρέφουν στη γειτονιά τους.
Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω άλλη μια φορά τούτο: είναι, βέβαια, ακραίος συναισθηματισμός να επιδιώξουμε τη διατήρηση, ως ζώσας πραγματικότητας, των γειτονιών μας. Μπορούμε, όμως, να συντηρήσουμε όσες γειτονιές παρέμειναν παραδοσιακές, μέσω προγραμμάτων της Ε.Ε.
Η γειτονιά των Σαββαίων, τα Σαββάτα, είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση.
Το παρόν κείμενο του Ναπολέοντα Περικλέους Δουβίτσα δημοσιεύτηκε στο φύλλο υπ’ αριθμόν 55 του Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου 2003 της εφημερίδας “Καρσάνικα Νέα”. Στο κείμενο έχει διατηρηθεί, εκτός ελαχίστων παρεμβάσεων, η αρχική ορθογραφία και σύνταξη.
Επιμέλεια για την παρούσα: Παναγιώτης Κατωπόδης
Φωτογραφίες: Θανάσης Κατωπόδης