Κατά τη μακρά περίοδο της αγροτικής, κοινωνικής δραστηριότητας οι Καρσάνοι εκμεταλλεύτηκαν τις ροές των δύο κυριότερων φυσικών πηγών τους για να κινούν νερόμυλους – που δεν ήτανε και λίγοι – και ν’ αλέθουν τα δημητριακά τους, όσα δεν πρόφταναν να αλέσουν οι ανεμόμυλοι του χωριού.

  Ο ίδιος προσωπικά πρόφτασα να γνωρίσω τους νερόμυλους αυτούς και τη λειτουργία τους. Πολλά από όσα σήμερα καταθέτω αποτελούν προσωπικές μου εμπειρίες, ταυτόχρονα όμως, κατέφυγα και σε συγχωριανούς μας – συνομήλικους ή και μεγαλύτερους – οι οποίοι με βοήθησαν ουσιαστικά.*

Μύλος στην Απάνω Βρύση

O νερόμυλος στην Απάνω Βρύση

  Τα νερά των δύο κυριοτέρων φυσικών πηγών του χωριού μας (Επάνω Βρύση και Κάτω Βρύση) χύνονταν τότε ελεύθερα, εκτός μια μικρής ποσότητας που αποθηκεύονταν στο Πλυσταριό (Πλυταριό), για να πλένουν οι γυναίκες τα χοντρόρουχα και τα μαλλιά και για να ποτίζουν τα ζώα, που επιστρέφανε κουρασμένα από τα κτήματα και κοντοστεκότανε στη Λύμπα να πιούνε και να ξανασάνουνε. Όλη η υπόλοιπη ποσότητα του νερού χυνότανε, στο δικό της η κάθε μία ρέμα, και καταλήγανε στα λαγκάδια.

  Το φυσικό ρέμα των νερών της Πάνω Βρύσης ακολουθούσε στο κοντινό λαγκάδι (αμέσως μετά τη βρύση), κατηφόριζε απότομα, περνούσε ξυστά στο δρομάκι πλάι από το ενοριακό νεκροταφείο της Παναγίας, συνέχιζε με μικρότερη κλίση πίσω από το προαύλιο του Δημοτικού Σχολείου, μέσα από το προαύλιο του Αστυνομικού Τμήματος (σήμερα Δημαρχιακού Καταστήματος), έπεφτε στο λαγκάδι μπροστά από το σπίτι του Χρήστου Σταύρακα (Μπακάλου), διαπερνούσε όλα τα Σταυρακάτα και μεγάλο μέρος του Κάτω Χωριού και τέλος χύνονταν στο φυσικό ρέμα προς τον Κάμπο.

  Μικρότερη ήτανε η πορεία της ροής των νερών της Κάτω Βρύσης. Αφού περνούσαν κάτω από την Πλατεία μας, χυνότανε στο τεχνητό ρυάκι, σύρριζα στη μάντρα του γιατρού Σέρβου, λόξευε αριστερά περνώντας μέσα από τη Βάλτα, δυτικότερα από τα Σαββέικα, ροβολούσε στην απότομη κατηφοριά των Τσαγκαριολάτων κι έπεφτε στο λαγκάδι,, που ερχόταν ψηλά από τα Χτενάτα (Κτενάτα). Ύστερα ανεμπόδιστα κατέληγε στον Κάμπο μας κι αυτό.

  Τα νερά αυτών των δύο πηγών (όσο βέβαια απέμενα μετά το πότισμα των σωκήπιων) τα χρησιμοποιούσαν (χωρίς καταβολή κάποιου αντιτίμου) οι ιδιοκτήτες των νερόμυλων. Το δικαίωμα αμοιβής τους (συνήθως ξάι πάνω στην ποσότητα του αλεσμένου δημητριακού) προέκυπτε από την προσφορά έργου. Το νερό, δώρο της φύσης, άνηκε, έτσι κι αλλιώς, σε όλους και η άλεση, αυτή καθ’ αυτή, απαιτούσε τη χρήση αυτής της φυσικής δύναμης. Πώς, λοιπόν, θα δικαιολογείτο η απαίτηση να καταβληθεί κάποιο αντίτιμο από τους επαγγελματίες νερομυλωνάδες για τη χρήση της κοινής περιουσίας (νερού), αφού η ιδιόκτητη επιχείρησή τους εξυπηρετούσε σε καίριο τομέα την κοινωνία;

  Από τη ροή των νερών της Πάνω Βρύσης λειτουργούσαν κατά την Κατοχή (1941-44) δύο νερόμυλοι, ή τουλάχιστον δύο είχανε ξεμείνει κατά την Κατοχή, όπως προκύπτει από τη δική μου μνήμη κι όπως διάφοροι συγχωριανοί μου (κάποιοι μεγαλύτεροι στην ηλικία θυμούνται.

  Ψηλότερα, πλάι στο λαγκάδι, κοντά στην Πάνω Βρύση (Απάνω Βρύση τη λέγαμε συνηθέστερα) βρισκόταν ο νερόμυλος του Βαγγέλη Θερμού (Καμπήλαφκου).

  Λίγο χαμηλότερα, πάντα πλάι στο ρέμα, και πριν η απότομη κατηφοριά της λαγκάδας λοξέψει στο ελαφρά κεκλιμένο επίπεδο πλάι από την Παναγία, βρισκότανε ο νερόμυλος του Παμεινώνδα Αραβανή (Τραβεζά).

  Πολλοί περισσότεροι ήτανε οι νερόμυλου που, αραδιασμένοι κάτω από την Πλατεία μας ως χαμηλά στο Χτενέικο λαγκάδι, κάτω χαμηλότερα από τον γυψόλοφο, χρησιμοποιούσανε τη ροή του νερού της Κάτω Βρύσης. Θυμηθήκαμε και καταγράψαμε τους παρακάτω με σειρά:

  • Ο νερόμυλος του γιατρού Σέρβου, μέσα από το μαντρότοιχο, που περιέκλειε το ιδιόκτητο ευρύτατο οικόπεδό του.
  • Των αδελφών Τέλη, Τιμόθεου και Σπύρου Κοψιδά (παιδιών του Γιάννη Κοψιδά). Ο νερόμυλος αριστερά από το δρόμο, που οδηγούσε στα Κουκουλιωτάτα και στα Σαββάτα εντυπωσίαζε με τη μεγάλη του δεξαμενή (σε μορφή σούδας). Ο νερόμυλος αυτός βρισκόταν μέσα στην καρδιά της Βάλτας
  • Μόλις άρχισε να γέρνει το έδαφος προς τη λαγκαδιά βρισκότανε ο νερόμυλος του Θοδωρή Σκουτέρη (του Γάρη), ο Γαρέικος.
  • Στη συνέχεια ήτανε ο νερόμυλος του Σπύρου Μεσσήνη (του Μπογόρδα). Τον συναντούσαμε χαμηλά προς τη λαγκαδιά, πάντως ψηλότερα από το ρέμα.

  Πολύ χαμηλότερα, πλάι στο λαγκάδι συναντούσαμε στη σειρά τρεις ακόμα Καρσάνικους νερόμυλους:

  • Του Γιώργου Κακλαμάνη (του Γάκια).
  • Του Στάθη Κοψιδά (του Σταθάκη) και
  • Του Αναγνώστη Κοψιδά

  Χαμηλότερα εκεί στην Αλωνιά στα κτήματα των Πηγαδισάνων (στο Πηατσανίτικο) υπήρχε άλλος ένας, Πηατσανίτικος αυτός, νερόμυλος που χρησιμοποιούσε, όμως, το νερό της Κάτω Βρύσης μας.

  Οι νερόμυλοι της Καρυάς δουλέψανε πριν από τον Πόλεμο και λύσανε (αυτοί μαζί με τους ανεμόμυλους) το επισιτιστικό πρόβλημα του κεφαλοχωριού μας σε μεγάλο βαθμό. Αρκετοί συνέχισαν να δουλεύουν και κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ύστερα, όταν οι Βλαχαίοι φέρανε τους μηχανοκίνητους μύλους του (δύο μύλοι μηχανοκίνητοι: του Μίχου και του Τζούρου) τότε οι νερόμυλοι, ένας-ένας στη σειρά εγκαταλείφτηκαν και ερημώσανε. Τελευταίος ξέμεινε ο νερόμυλος του Σπύρου Μεσσήνη (Μπογόρδα), που δούλεψε ως τις αρχές της δεκαετίας του ’50.

  Για την ιστορία αναφέρουμε οι οι δύο μηχανοκίνητοι αλευρόμυλοι της Καρυάς εγκατασταθήκανε στο χωριό μας λίγο πριν την Κατοχή. Ο δεύτερος απ’ αυτούς (του Τζούρου) βρισκότανε σε δραστηριότητα και στη δεκαετία του ’60.

Νερόμυλος στην περιοχή "Μάρκους"

Νερόμυλος στην περιοχή “Μάρκους”

  Με λίγα λόγια η λειτουργία του νερόμυλου γινόταν κάπως έτσι:

  Συνήθως η δεξαμενή του νερόμυλου βρισκότανε λίγο πλάι από το φυσικό ρέμα του νερού της πηγής, σ’ ένα επίπεδο είτε χαμηλότερο, ή στην ανάγκη, ισοϋψές και ουδέποτε ψηλότερο.

  Σε ένα σημείο του φυσικού ρέματος ο μυλωνάς δημιουργούσε φράγμα, για να συγκεντρώνει τα νερά και στη συνέχεια με μια τεχνητή παράκαμψη, έριχνε τα λιμνάζοντα νερά στη δεξαμενή του νερόμυλου. Το φράγμα λειτουργούσε εκ περιτροπής, όταν υπήρχανε αλέσματα, και η φυσική ροή αποκαθίστατο με την απόσυρση μια ξύλινης καταπακτής, που έφραζε ένα άνοιγμα στο κέντρο του φράγματος.

  Εκεί που τελείωνε η τεχνητή δεξαμενή του νερόμυλου υπήρχε επίσης μια ξύλινη καταπακτή, που έφραζε το στόμιο, απ’ όπου θα ξεμπούκαραν ορμητικά τα νερά και χύνονταν στον τεχνητό καταρράκτη, που κατέληγε στη φτερωτή, μέσα στο νερόμυλο.

  Ο καταρράκτης είτε κτιστός, είτε ξύλινος είχε ύψος αρκετό, ώστε να δημιουργείται η απαραίτητη πίεση του νερού από την πτώση, ώστε να κινείται γρήγορα η ρόδα της φτερωτής. Αυτό όμως πού ‘δινε, κατά κύριο λόγο, τη μεγαλύτερη πίεση στο νερό, ήτανε το κυλινδρικό εσωτερικό του καταρράκτη ψηλά, προς το στόμιο της καταπακτής, στην άκρη της δεξαμενής, είχε μεγαλύτερο άνοιγμα κι όσο κατέβαινε στένευε. Η έξοδος του νερού από τον καταρράκτη γινόταν από ένα πολύ στενό κύκλο και γι’ αυτό το λόγο ήτανε ιδιαίτερα ισχυρή.

  Με τη δύναμη αυτή χτυπούσε τα φτερά (δόντια) της φτερωτής. Η κυκλική φτερωτή έμπαινε σε κίνηση με δύναμη κι ο κοινός άξονάς της έβανε με την ίδια δύναμη σε κίνηση την οριζόντια, επίσης, επάνω πέτρα του νερόμυλου. Η πέτρα αυτή ήτανε απόλυτα κυλινδρική με μεγάλη ακτίνα και χαμηλό ύψος. Κάτω απ’ αυτή υπήρχε άλλη πέτρα, ακίνητη αυτή, με το ίδιο σχήμα και τις ίδιες διαστάσεις. Ανάμεσα στις δύο πέτρες έπεφτε το σιτάρι και με την κυκλική κίνηση συνθλιβότανε και γινόταν αλεύρι, που έπεφτε σιγά-σιγά στο σκαφίδι.

  Το σιτάρι έπεφτε ανάμεσα στις δύο πέτρες από την κρεμαστή κωφινίδα, που τρεμούλιαζε από την πτώση του νερού και τις στροφές της φτερωτής και της επάνω πέτρας.

  Το πάχος του αλευριού ρυθμιζόταν από το μυλωνά, που με μικρά χτυπήματα ενός οριζόντιου μοχλού, αυξομείωνε τις αποστάσεις των δύο λιθαριών, του σταθερού κι εκείνου που περιστρέφονταν. Το νερό μετά τη χρήση από ένα νερόμυλο ξανάμπαινε στο ρέμα του και ξαναχρησιμοποιούνταν στον επόμενο νερόμυλο.

  Για μας τα παιδιά όλη αυτή η διαδικασία και κυρίως η δύναμη της πτώση του παγιδευμένου νερού, η κίνηση της φτερωτής, οι περιστροφές της πάνω πέτρας, το τρεμούλιασμα της κωφινίδας, όλα μαζί μοιάζανε γιγαντιαία και μαγικά. Η αλήθεια είναι, ότι περισσότερο μας τρόμαζε ο θόρυβος, όταν δούλευε ο ανεμόμυλος κάτω από τη δύναμη του ανέμου και το τρομερό βουητό του. Μα κι η κίνηση του χοντρού λιθαριού είχε ένα στοιχείο γιγαντικό, κάτι υπερκόσμιο, που μορφοποιούνταν στα μπράτσα και τα αλευρωμένα μουστάκια του μυλωνά. Ο μυλωνάς έμοιαζε να έχει κάποιες ξεχωριστές δυνάμεις, αφού τιθάσευε τις φυσικές δυνάμεις και τις ανάγκαζε να εργαστούν στο δικό του έργο, στην υπηρεσία των ανθρώπων.

  Σκέφτομαι συχνά πόσο τυχερή ήτανε εκείνη η γενιά των μικρών παιδιών, που γνώρισε μέσα από τα πράγματα του περιβάλλοντός της τους γίγαντες, τα τιθασευμένα τζίνια, όλα αυτά τα τρομερά κι αληθινά, που ο άνθρωπος δάμασε, χωρίς ταυτόχρονα να αλλοιώσει, ούτε στο ελάχιστο τις ισορροπίες της φύσης.

  Και ταυτόχρονα θλίβομαι, που από κανέναν υπεύθυνο δεν έγινε η παραμικρή προσπάθεια να αναστηλωθούν κάνα-δυο νερόμυλοι, έστω και για τουριστικούς λόγους, αλλά κυρίως για να έχουν τα μικρά παιδιά να βλέπουν και να γνωρίζουν τις ομορφιές της πολύ κοντινής τους αγροτικής εποχής.

*Αρκετές μαρτυρίες μου δώσανε οι:

– Ζώης Αν. Αραβανής (Βασλαρδάς)

– Χρήστος Κτενάς (Τσώνος)

– Παναγιώργος Σταύρακας

– Λεωνίδας Σταύρακας (Ρίτος)

– Σπύρος Κοψιδάς (Φώγιος)