Η «νόμιμη» ηλικία για παντρειά στα χωριά και στην πόλη είναι η ηλικία των 18-25 χρόνων. Και, βέβαια, το στοιχείο αυτό δεν είναι καθόλου σταθερό. Εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Γενικά οι νέοι παντρεύονται μικροί, στα χωριό ιδίως. Εφαρμόζουν την παροιμία: «Η μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου». Οι γυναίκες παντρεύονται πιο μικρές ακόμα. «Άμα ανοίξει η τύχη τους», δεν κάνουν πίσω. Τα παλιότερα, μάλιστα, και πιο δυστυχισμένα χρόνια παντρεύονταν σε πιο μικρότερη ηλικία. Τα κορίτσια δούλευαν σκληρά και βασανιστικά για να στηρίξουν την οικονομία του σπιτιού.
Οπωσδήποτε η παντρειά δεν είναι μικρό πράγμα, ιδιαίτερα για τους άντρες που αναλαμβάνουν μεγάλες υποχρεώσεις. «Άσκεφτες παντρειές», σου λένε, δεν προκόβουν. Σαν όριο παντρειάς για τους άντρες βάνουν την απόλυσή τους από το στρατό. Γύρισε το παιδί από το στρατό, γνώρισε και άλλον κόσμο, σοβαρεύτηκε, ωρίμασε. Εκείνοι που προξενεύονται πριν πάνε στο στρατό, θεωρούνται βιαστικοί και επιπόλαιοι. ‘Όσοι όμως έχουν «αδύνατα μέρη», δηλ. αδερφές ανύπαντρες, δεν επιτρέπεται να προηγηθούν. Θα «τις βγάλουν» πρώτα αυτές κι ύστερα θα πάρουν σειρά. Κι αν αποτολμήσουν να ξεστομίσουν κάτι τέτοιο, εκτός από την άρνηση των γονιών θα ‘χουν και τη γενική κατακραυγή. Για τις κοπέλες δεν είναι το ίδιο. Αυτές πρέπει να παντρεύονται ενωρίς, για να ελευθερώσουν και τα αρσενικά, αλλά και γιατί, όσο ξεμένουν, τόσο δυσκολεύουν τα πράγματα.
Συνήθως, όμως, οι γονείς παίρνουν την πρωτοβουλία να παντρέψουν το παιδί τους. Και σε κατ’ ιδίαν συνεννοήσεις καταλήγουν σε μια απόφαση, την οποία και ανακοινώνουν στο παιδί τους. Αφού τα κανονίσουν μεταξύ τους, ο πατέρας θα το ανακοινώσει και στ’ άλλα μέλη της οικογένειας• κι αφού πάρουν και τη δική τους γνώμη για την κοπέλα, τότε προχωρούν σε προξενιά και στέλνουν προξενητή. Σ’ ένα δημοτικό τραγούδι που καταγράψαμε στην Απόλπαινα, βλέπομε σχετικά:
Σ’ όσες χαρές περπάτησα, γάμους και πανηγύρια,
σαν το κορίτσι πού ‘είδα εγώ σ’ αυτό το πανηγύρι,
αλλού δεν το’ ειδα κι έλειωσα ο έρμος σα λαμπάδα.
Σαν το’ειδες, γιεμ’, και σ’ άρεσε, στείλε προξενητάδες.
Στείλε τον Αι-Θόδωρο, τον Άγιο Κωνσταντίνο.
Κι αν σ’ αρνηθούν την προξενιά, πήγαινε μοναχός σου.
Πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι όλα αυτά τα συζητούν με πολλή περίσκεψη και προσοχή: Λαμβάνουν υπόψη τους το χαρακτήρα της μέλλουσας νύφης, την οικονομική της κατάσταση, το σόι της, που πρέπει να ‘χει καλό όνομα για να συμπεθεριάσουν -και βέβαια την εξωτερική εμφάνιση και ηλικία της νέας, γιατί χρειάζεται σ’ όλα να ταιριάζουν.
Ο προξενητής ή η προξενήτρα πρέπει να είναι πρόσωπο ευυπόληπτο, σοβαρό και εχέμυθο. Προτιμούν πάντως τους ηλικιωμένους. Η ημέρα που θα ανακοινώσει τη συμπεθεριά στους γονείς της νέας δεν έχει σημασία. Προσέχουν όμως να ‘ναι Κυριακή, για να βρίσκονται όλοι στο σπίτι και να ‘χουν και χρόνο να το συζητήσουν καλύτερα. Αν ο προξενητής πάει σε ξένο χωριό, μακρινό, φτάνει εκεί από το βράδυ το Σάββατο και την Κυριακή, μετά την εκκλησία, κάνει την επίσκεψή του. Συνήθως ο προξενητής «βάνει το χέρι στη συνείδησή του» και δεν προσπαθεί να επηρεάσει κανέναν.
Σε πολλά χωριά η υποδοχή του προξενητή στο σπίτι του γαμπρού, αν φέρει καλές ειδήσεις, παίρνει πανηγυρικό χαρακτήρα, ιδίως αν έρθει από ξένο χωριό. Πρώτα του φκιάνουν καφέ, αλλά εκείνος, κατά το έθιμο, τον αρνείται, λέγοντας: «καφέ έπια απ’ τα χρυσόχερα της νύφης με διπλό παξιμάδι», γιατί πράγματι η νέα μετά το σώσιμο της συμπεθεριάς, δίνει στον προξενητή δύο παξιμάδια: το ένα να το βουτήξει στον καφέ του και το άλλο να το δώσει στο γαμπρό, σαν απόδειξη της συγκατάθεσης και της αγάπης της.
Πάντως, σύμφωνα με τα έθιμα του τόπου, η προξενήτρα στο σπίτι που πάει παίρνει γλυκό και όχι καφέ, για να μη γευτεί την πίκρα του σε περίπτωση άρνησης. Αν όμως της πουν ναι, τότε παίρνει και καφέ με παξιμάδι. Φεύγοντας, αν δεν πάρει απάντηση, φτύνει μέσα στις παλάμες της ή στον τοίχο, λέγοντας: «‘Όπως κολλάει το σάλιο μου, έτσι να κολλήσει και να στεριώσει και το προξενιό που κάνω…».
Από τη στιγμή που τα «σώνουν», οι δύο οικογένειες συμπεθεριάζουν και προσφωνούνται αμοιβαία συμπεθεριά. Ο προξενητής ή η προξενήτρα το καυχιέται, που τα «τέλειωσε». ‘Έχει όμως παράλληλα και τα τυχερά της. Όχι βέβαια φανερά… πλερωμή: Δώρα όμως αρκετά, ανάλογα με, την οικονομική κατάσταση του γαμπρού και τη δική της. Η πεθερά της νύφης θα τη φιλέψει σε είδος: Λάδι, φακή, πατάτες κ.λπ. Επίσης η μάνα της νύφης και η ίδια η νύφη κάτι Θα της δώσουν κι αυτές. Πολλές φορές μάλιστα η νύφη, αν είναι και ευχαριστημένη, τη φιλεύει και κρυφά.
Και φυσικά την προξενήτρα την καλούσαν και στο γάμο. Κατά τη διάρκεια δε της νυφικής πομπής για την εκκλησία, πήγαινε δίπλα στους πιο στενούς συγγενείς. Σε μερικά χωριά συνηθίζουν η πρόταση γάμου από το σπίτι του γαμπρού να μη γίνεται κατευθείαν στους γονείς του κοριτσιού, αλλά σε ένα στενό συγγενή της, οπουδήποτε και οποτεδήποτε• οπότε και οι διαδικασίες, που αναφέραμε είναι διαφορετικές και ανάλογες. Τον ίδιο δρόμο ακολουθούν και όταν η προξενιά στέλνεται από το σπίτι της νύφης. Πάντως και στις δύο περιπτώσεις η συμφωνία κλείνει, αφού τακτοποιηθούν τα σχετικά με την προίκα: ο γαμπρός θα πει τι ζητάει και η νύφη τι δίνει.
Καθαρά πράγματα. Σε σπάνιες μόνον περιπτώσεις οι συγγενείς του γαμπρού δε διατυπώνουν απαιτήσεις. Ό,τι έχει η κοπέλα, λένε. Την παίρνουν και με το πουκάμισο, που λέει ο λόγος. Φυσικά δε λείπουν και τα παζαρέματα. Γι’ αυτό πολλά προξενιά δεν τελειώνουν σύντομα. Συζητούνται και ξανασυζητούνται. Κι όταν μάλιστα υπάρχουν και κρυφές αγάπες στη μέση κι όταν ο γαμπρός είναι εύπορος και η νύφη φτωχιά, και τ’ αντίθετο, τότε «γελάει το χωριό, γελάει ο κόσμος» για τις παρατεταμένες μικροπρεπείς συμφωνίες και αντισυμφωνίες. Οπωσδήποτε, μετά την ευόδωση των διαπραγματεύσεων, και αφού «δώσουν λόγο», κανονίζουν -οι λογοδομένοι πια- πότε θα πάνε το ληγατοχάρτι ή χαρτί, όπως λένε επικρατέστερα το προικοσύμφωνο.
Ληγάτο λένε το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας, που δίνουν ως προίκα στη νύφη• και ληγατοχάρτι το έγγραφο, που περιέχει αναλυτικά όλα τα στοιχεία της προίκας. Το χαρτί το πηγαίνουν στο σπίτι του γαμπρού οχτώ μέρες μετά το δόσιμο του λόγου. Την ορισμένη μέρα ξεκινά το συμπεθεριακό, αποτελούμενο από πρόσωπα συγγενικά της νύφης, σε ζυγό αριθμό πάντα —δύο, τέσσερα, έξι— και πάει στο σπίτι του γαμπρού. Από τη συνοδεία λείπει ο πατέρας της νύφης, καθώς και η ίδια. Δεν επιτρέπεται να πάνε.
Επικεφαλής των συμπεθέρων είναι ο μεγαλύτερος αδελφός ή η μάνα της νύφης, και μαζί τους ένας πρωτοξάδελφος. Τα παλιότερα τα χρόνια -τώρα δε γίνεται- μόλις ξεκινούσαν έριχναν και μερικές τουφεκιές στον αέρα, τις οποίες ακούοντας ο γαμπρός ή κι ο πατέρας του τις ανταπέδιδαν στο πολλαπλάσιο. Μαζί τους είχαν και τον προξενητή, αν απ’ αυτούς στάλθηκε η προξενιά. Στο σπίτι του γαμπρού είναι συγκεντρωμένοι και περιμένουν και λιγοστοί συγγενείς του, προσκαλεσμένοι κι αυτοί, για ν’ ακούσουν το χαρτί. Μπορεί μάλιστα να ‘ρθουν κι από μακριά οι συγγενείς με τα αλογομούλαρα και τα καλούδια τους.
Μόλις φτάσουν οι συμπεθέροι, χωρίς άργητα και πολλές διαδικασίες, μαζεύονται όλοι στο μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού, Το πόρτιγο, ή κάποτε και στην κουζίνα, κι εκεί ο αδελφός ή η μάνα της νύφης δίνει με επισημότητα το χαρτί στο γαμπρό να το διαβάσει εις επήκοον όλων. Αν εκείνος -πες- δεν ξέρει γράμματα, το διαβάζει κάποιος από τους δικούς του, Πράγμα που είχαν προβλέψει και ρυθμίσει από πριν. Αν το περιεχόμενο του προικοσυμφώνου ήταν σύμφωνα με την προφορική τους συμφωνία, τότε τελείωνε η συμπεθεριά• άρχιζαν απανωτές ευχές: «να ‘ναι καλορίζικοι» -«καλοφούρτουνοι»- «και στων αλλωνών σας των παιδιώνε» κ.λπ. και επακολουθούσαν τα κεράσματα. Γιατί, βέβαια, ποτέ δεν κερνάνε τους συμπεθέρους, αν δε διαβαστεί το ληγατοχάρτι. Παλιότερα –λένε- μετά το διάβασμα του προικοσυμφώνου έπεφταν πολλές τουφεκιές απ’ τους συμπέθερους. Ύστερα από τα σχετικά κεράσματα επακολουθούσε τραπέζι και ολονύκτιο γλέντι με χορούς και τραγούδια.
Τα ληγατοχάρτια συντάσσονται κανονικά από άνθρωπο του σπιτιού ή, έστω, ένα στενό συγγενή της εμπιστοσύνης τους, για λογαριασμό των γονέων, του ενός ή και των δύο, ή του προστάτη αδελφού. Αν σι σπιτικοί δεν ήξεραν και καλά, ή καθόλου, γράμματα, τότε καταφεύγανε σε παπάδες ή ιερομονάχους, πράγμα που σημειωνόταν στο τέλος του προικοσυμφώνου, το οποίο επίσης προσυπέγραφαν και δυο-τρεις μάρτυρες . Σε μερικές περιπτώσεις δεν υπάρχουν μάρτυρες. Κάποτε λείπει και η υπογραφή του συντάκτη. Σε νεότερα προικοσύμφωνα βλέπει κανείς μόνο την υπογραφή του πατέρα ή του αδελφού της νύφης, ή εκείνου που προικοδοτεί την κοπέλα.
Στους συμβολαιογράφους δεν καταφεύγανε και πολύ συχνά, ιδιαίτερα οι φτωχοί. Σ’ αυτούς κυρίως πήγαιναν όσοι έδιναν μεγάλη –σχετικά- προίκα. Τα προικοσύμφωνα οι νοτάριοι τα χαρακτήριζαν μάλιστα ως γαμικά συμβόλαια.
Όλα τα προικοσύμφωνα αρχίζουν με την επίκληση της Θείας δυνάμεως και τελειώνουν με την ευχή των γονέων: «Ταύτα πάντα και την ευκήν μας».
Τέλος, σημειώνομε πως τα ληγατοχάρτια τα διάβαζαν, παλιότερα, τρεις Κυριακές αράδα στην εκκλησία του χωριού, σημειώνοντας το «εις ακρόασιν εις την εκκλησίαν», πράγμα που σήμερα δε συνηθίζεται.
Είναι περιττό να τονιστεί η σημαντική αξία, για έναν τόπο, των προικοσυμφώνων από τα οποία βγάζει κανείς συμπεράσματα χρήσιμα για την οικονομική και κοινωνική, ως ένα βαθμό, κατάσταση των ανθρώπων στη συγκεκριμένη εποχή. Ακόμα πληροφορείται για την οικιακή οικονομία, την ενδυμασία, την κτηματική ορολογία κ.λπ. Σαν λαϊκά κείμενα αποτελούν, επιπλέον, αλάθητο δείγμα γλωσσικού ιδιώματος και ύφους και είναι, κατά κανόνα, ασύνταχτα και ανορθόγραφα.
Το πρωί της επόμενης ημέρας, μετά το ολονύκτιο γλέντι, σαν θα φύγουν οι συγγενείς της νύφης, παίρνουν μαζί τους γλυκίσματα, μύγδαλα, καρύδια, παξιμάδια, φιλέματα των συμπεθέρων, τυλιγμένα σ’ ένα μαντίλιτου κεφαλιού, που το ‘χει αγοράσει ο γαμπρός ως δώρο για τη νύφη. Η νύφη που το περιμένει ανυπόμονα, θα το πάρει στα χέρια της και θα το φορεί συνέχεια και επιδεικτικά ως το πρώτο σημάδι επισημοποίησης του συνοικεσίου. Τότε λένε όλοι στο χωριό πως «της πήγαν το μαντίλι». Συνήθως το μαντίλι αυτό είναι κόκκινο μεταξωτό ή μάλλινο, και το λένε μπέρτα. Μαζί με το μαντίλι στα περισσότερα χωριά του νησιού πηγαίνουν και το δαχτυλίδι.
Αν το δαχτυλίδι δεν το πάνε με το μαντίλι, τότε «το πηγαίνει» την επόμενη Κυριακή ο πατέρας του γαμπρού, με συνοδεία κι αυτός, και το βάνει στο δάχτυλο της νύφης ή ο ίδιος ή ο αδελφός της νύφης, αν έχει. Τότε κανονίζουν και το πότε θα γίνουν τ’ αρραβωνιάσματα.
«Ο Λευκαδίτικος Γάμος»: Πανταζή Κοντομίχη, Εκδόσεις Γρηγόρη. Αθήνα 1999. ISBN: 960-333-209-7
Πρώτη Δημοσίευση: www.aromalefkadas.gr