Μαραβέλια: φράση “σ’κάζει(ει) μαραβέλια” δηλαδή σου φαίνεται ασήμαντο, αστείο. Ως προς την πρώτη λέξη “κάζει”, είναι το ρήμα εικάζει, σε απρόσωπο τύπο, που θα πει “συμπεραίνω”. Συνηθισμένος είναι και ο απρόσωπος τύπος “κάστηκε”, “μου κάστηκε”, μου φάνηκε.

   Η δεύτερη λέξη, που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ιταλικής προέλευσης. Maraviglia παραπέμπει στο meraviglia, θηλυκό ουσιαστικό που σημαίνει “θαυμασμός”, “έκπληξη”. Επομένως: “σε εκπλήσσει”, “το θεωρείς αστείο;”. Είναι κάτι σαν αυτό που παλαιότερα εξετάσαμε, συνηθισμένο και σχετικό: “το παίρνεις στο αναπιέντ’στο”. Οι Λάζαρης και Κοντομίχης δεν έχουν το “μαραβέλια”.

 Κάμποσος / Καμπόσος: σημαίνουν “αρκετός”, “αρκετά” (όχι λίγος). Από το μεσαιωνικό καμπόσος (καν και πόσος) προέκυψε το γνωστό επίρρημα καμπόσο, στη φράση “κάνει τον καμπόσο”, δηλαδή “τον σπουδαίο” (Μπαμπινιώτης). 

  Στην Ερωφίλη (Α’ ιντερμέδιο, 176) διαβάζουμε “και πιέ καμπόσο, αφέντη μου…”, αλλά ο μεταφραστής αποδίδει (λάθος) το καμπόσο ως “λίγο”, ενώ σημαίνει “αρκετά”.

 Παρμένος: εδώ “πιασμένος”.  Από τις πολλές σημασίες του ρήματος παίρνω, είναι κι αυτή του “παραλύω”, π.χ. “πιάστηκε η μέση μου”, “είναι παρμένο το χέρι μου”. Ο Λάζαρης το παίρνομαι με την παραπάνω σημασία  το πηγαίνει στο επαίρομαι, που θα πει και “υπερηφανεύομαι” και στο παρίημι. Ενώ ο Κοντομίχης το πηγαίνει (σωστά) στο απλό παίρνω, παίρνομαι.

   Ο Σολωμός στη Γυναίκα της Ζάκυνθος (κεφ. 2, στ. Ι) λέει “Το λοιπόν το κορμί της γυναικός ήτανε μικρό και παρμένο”, “σακάτικο” δηλαδή. Στο χωριό (εννοώ πάντα την Καρυά) λέγαμε σε περιπτώσεις μικρής παραλυσίας “πάρτηκα όλος…”.

 Θεραπάηκα: συνήθως στον αόριστο με την έννοια “το ευχαριστήθηκα”. Ο Σολωμός στο πιο πάνω έργο του (κεφ. 4, στ. ΧΧIII) έχει το ουστιαστικό θαράπαψη, “ευχαρίστηση”, “ικανοποίηση”. Λέει “Και να πούμε την αλήθεια, στοχάζουμε πως θά ‘ναι μια θαράπαψη  για όποιον δεν ντρέπεται (να ψωμοζητά)”. Ο Κοντομίχης έχει τον τύπο θαραπάη, συνώνυμο – όπως λέμε – του σολωμικού θαράπαψη.

   Στο χωριό συνηθέστατα λέγαμε “δεν το θαραπάηκα (το φαΐ), έκατσε μέσα μου…”, δεν “προχώρησε προς τα κάτω”, δηλαδή, λόγω στενανοχώριας. Ή “τό ‘φαγα και μ’ έφαγε”.

 Μερέτι: .ετυμολογείται από το μοίρα, ρήμα μείρομαι, μερέτι κτλ. Οι Λάζαρης και Κοντομίχης δεν το έχουν. Στο χωριό λέμε “δεν έχει μερέτι”, δηλαδή “μερίδιο”, “μερτικό”. Θέλει παραπέρα εξέταση…

 Μολύφτω (αμολύφτω): ο Λάζαρης το σχετίζει με το μολύνω (;), επειδή ακριβώς συνδέεται με το “μαγάρισμα” των ημερών της νηστίας! Ο Κοντομίχης το λέει (λευκαδίτικα) αμολύφτω, χωρίς να παραλείπει και τον τύπο μολύφω. Να σημειωθεί, ότι στο χωριό είναι εύχρηστο και το ουσιαστικό μολ(υ)φή, κάτι “πασκάτικο”.

 Μητιάζω ή μυτιάζω (;): προκειμένου για αποχή από το φαΐ λέμε “ούτε που το μήτιασα”, “το δοκίμασα” δηλαδή. Ο Κοντομίχης μητιάζω (με η). Ενώ ο Λάζαρης το σχετίζει ετυμολογικά με το μητιάω (μήτις) και το ιταλικό mite (;).

  Αλλά το ελληνικό μητιάω (μήτις) σημαίνει “μελετώ”, “βουλεύομαι”. Ποιά σχέση μπορεί να έχει με το μητιάζω; Ενώ πιθανότερος είναι ο συσχετισμός με το μυτίζω, το οποίο επί πτηνών – κατά τα λεξικά – σημαίνει “τρώγω τί πλήττων αυτό διά τού ράμφους”. Όσο τσιμπάει ένα πουλάκι με το ράμφος του, αλλά ούτε κι αυτό (μυτιάζω). Έτσι είναι;

(Σ.τ.Ε) πιθανότερη θεωρούμε την καταγωγή της λέξης από το μητιάω (παραπέμπουμε στη διαδικτυακή έκδοση του λεξικού των Henry George Liddell, Robert Scott για την λεξιλογική καταγραφή και την τεκμηρίωση των εννοιών και των χρήσεων του ρήματος), καθώς αυτό σημαίνει “σκέπτομαι”, άρα “προσεγγίζω με τον νού μου”, άρα “το φαΐ ούτε με τον νού μου το προσέγγισα…” – πόσο μάλλον με τα χείλη! 🙂

Μαραγκάδι: λέμε έτσι το υπερώριμο σύκο, το “μαραγκιασμένο”. Η ετυμολογία του εύκολη, από το μαραίνομαι. Στην Καρυά εμείς δεν το λέμε μαραγκούδι (Λάζαρης, Κοντομίχης), αλλά μαραγκάδι. Στο σημείο αυτό έγκειται η (μικρή έστω) ιδιωματική διαφορά. Μαζώνουμε από τη συκιά τα μαραγκάδια, τα “παραγινομένα” σύκα, που έχουν προς το τέλος της εποχής παραμείνει στο δέντρο. Ανάλογα γίνεται και με τα τσαμπιά των αμπελιών. Ο Ανδριώτης προτιμά τη γραφή της λέξης με  – γγ – και το ετυμολογεί μαραντιάζω από το μαραίνω, ο Κριαράς (το γράφει) με – γκ –.

 Ανακούτ(ι): . το πίσω μέρος του κεφαλιού. Ο Λάζαρης (σωστά) ετυμολογεί ανά + κόττις , η οπίσθια ινιακή χώρα της κεφαλής. Ο Σολωμός στο σατυρικο Η Πρωτοχρονιά (στ. 14) λέει χαρακτηριστικά “Στον ακούτη θα του σφίξω” (Πολυλά, 316 και 43 εξ.), βλέπε και έκδοση ΟΕΔΒ σελίδα 400 “στον ακούτη…”. Εμείς λέμε ανακούτι. Φράση “χτύπησα πισ’ στ’ ανακούτ'”, στον “σβέρκο”.

 Πατάγια: Κοντομίχης, μια “στιγμή”. Λέμε “μια πατάγια”. Ο Λάζαρης (ο οποίος, να σημειωθεί, έκαμε φιλότιμη προσπάθεια να ετυμολογήσει τα Λευκαδίτικα, πρώτος στο σύνολό τους) το πηγαίνει στο ιταλικό battaglia. Αλλά η λέξη αυτή σημαίνει “μάχη” (Mandeson). Επομένως δε σχετίζεται. Θέλει ψάξιμο...

 Μπούμστρο: ο Κοντομίχης (σωστά) το συνδέει με το ακαρνανικό βουνό Μπούμστος. Με την προσθήκη του – ρ – σε εμάς έγινε μπούμστ(ρ)ο, σε ουδέτερη μορφή και σημαίνει τον “αποκρουστικό”, “άχαρο”. Βλέπε και σχετικά του Κουβέλη Τα Ξηρομερίτικα σελίδα 184.

 Απόκριση: εδώ σημαίνει εξυπηρέτηση. “Θα σε στείλω σε μιαν απόκριση”. Από το ρήμα από + κρίνομαι, ανταποκρίνομαι (σε κάτι που μου ζητούν). Λέγει ο Σταματάκος “η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αποκρίνομαι” στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής.

 Παραλέχει (από πάνω μου): οι Λάζαρης και Κοντομίχης δεν το αναφέρουν. Το ρήμα, που πρέπει να σχετίζεται είναι το παρά + λαγχάνω. Πιο κοντά, όμως, ετυμολογικά βρίσκεται το ρήμα ελέγχω και με την πρόθεση παρά, παρελέγχω. Σε μας έχει την έννοια “παρακολουθεί ελέγκτικά”.

 Ξά(γ)ι: (δεν ακούγεται το – γ -) είναι η αμοιβή του μυλωνά. Οι γλωσσολόγοι το ετυμολογούν από το μεσαιωνικό ξάγιν, μεταγενέστερα εξάγιον, κι αυτό από το λατινικό exagium, που θα πεί “ζυγός. Το νεότερο ρήμα (και σε μας) ξαγιάζω θα πει “υπεξαιρώ κρυφά”, “κλέβω κάτι”. Με το εξάγω του Λάζαρη δε φαίνεται να σχετίζεται άμεσα, όπως φαινομενικά δείχνει.

 

Το παρόν κείμενο του Δημήτρη Γ. Κατωπόδη δημοσιεύτηκε στην στήλη “Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα (5)”, την οποία διατηρούσε, στο φύλλο 44 του Ιανουρίου – Φεβρουαρίου 2002 της εφημερίδας “Καρσάνικα Νέα”.

επιμέλεια για την παρούσα δημοσίευση Π. Κατωπόδης