Λαογραφικά Στοιχεία
Χωρίς πρόθεση να μειώσουμε τις άλλες συνοικίες1 του όμορφου χωριού μας (κάθε μια έχει την ιστορία και τη χάρη της), δε θα ήταν υπερβολή να λέγαμε αυτό που παλιότερα ήταν γενικά παραδεκτό, ότι, δηλαδή, το Κουντρί ήταν το «Κολωνάκι» του χωριού! Και λέμε ήταν, γιατί τα πράγματα έχουν αλλάξει για όλο το χωριό, προς το καλύτερο, όσον αφορά την πρόοδο και το τεχνικό μέρος του πολιτισμού: καλύτεροι δρόμοι, σπίτια κλπ. Από την άλλη, όμως, μεριά, την ουσιαστική, έχομε αυτό που σήμερα το λένε «αλλοτρίωση», δηλαδή αποξένωση και αφορά το χαρακτήρα, τη φυσιογνωμία, την ταυτότητα του χωριού και των ανθρώπων του, που παρά την άμυνα να διατηρήσουν ανεπηρέαστο τον εαυτό από την αλλοτρίωση της εποχής, δεν τα καταφέρνουν.
Ο χαρακτηρισμός, λοιπόν, του συνοικισμού «Κολωνάκι», του ταίριαζε γιατί συγκέντρωνε ορισμένα προσόντα όπως:
Το ότι βρίσκεται στο κεντρικότερο σημείο του χωριού, κοντά στην Πλατεία, το «νυφοπάζαρο» του κεντρικού δρόμου και την «πασαρέλα» της Κάτω Βρύσης. Το «προσόν» αυτό αφορούσε τις κοπέλες που παρελαύνανε λυγερόκορμες με τις βαρέλες στο κεφάλι, να τις γεμίσουν φρέσκο νερό από τη βρύση και… να κάμουν τη φιγούρα τους, ιδίως σε ώρα αιχμής, δηλαδή κίνησης.
Και είναι αλήθεια πως το Κουντρί διέθετε εν αφθονία όμορφα και καλλίγραμμα κορίτσια, σωστές Καρυάτιδες2! Με την παλιά χωριάτικη φορεσιά τους, που χωρίς να αφήνει ακάλυπτα μέρη του σώματος, τόνιζε «διακριτικά» τις γραμμές τους… Ο κόσμος τις Πλατείας τις «χάζευε» καθώς περνούσαν δύο-δύο, τρείς-τρείς, και τις καμάρωνε (με κάποια διάθεση αγνού κουτσομπολιού) καθώς λικνίζονταν ελαφρά με γεμάτη τη βαρέλα, που με το ένα χέρι την κρατούσαν να ισορροπήσει στο κεφάλι με την ποδολόγα και με το άλλο έπιαναν τη δαχτυλιδένια μέση τους με περίσσια χάρη. Αετίσια η ματιά τους, άλλοτε χαμηλωμένη και άλλοτε περιφερόμενη κλεφτά, δεξιά και αριστερά…
Πέρα, όμως, απ’ αυτά τα ειδικά και ωραία για την εποχή τους «προσόντα» πού ‘δωκαν στη συνοικία την προσωνυμία «Κολωνάκι», το Κουντρί έβγαζε έξυπνους και νοήμονες ανθρώπους.
Ακόμα, γραφικούς τύπου που διακρίνονταν για το πηγαίο χιούμορ τους. Δύο τέτοιοι τύποι, ιδιαίτερα ευφυείς και γραφικοί συγχρόνως, ξεχώριζαν στο Κουντρί: ο Γόρας (Γρηγόρης) ο Σπερτόζος, όνομα και πράμα, και ο Νίκος ο Καψάλης (Φιλιππάρας). Οι άνθρωποι αυτοί είχαν βασική ενασχόληση, τις βραδυνές ατέλειωτες πολιτικές συζητήσεις στο Κουντρί λίγα μέτρα από το σπίτι τους, κάτω απ’ τη συκιά μας – άλλη Ελιά του Πλάτωνα – που συνηθέστατα κατέληγαν σε καυγάδες τις μεταμεσονύκτιες ώρες!
Γενικά οι Κουντριώτες3, ήτανε προκομμένοι, τίμιοι και καλοί οικογενειάρχες, αρκετοί δε και γραμματισμένοι.
Επειδή ζούσαν κοντά στην Πλατεία – το κέντρο – είχαν αναπτύξει και ανάλογη κοινωνικότητα. Είχαν βλέπετε, την τύχη να ζουν στο «Κολωνάκι» κι αυτό τους έδινε τον αέρα του «αριστοκράτη» (!) με το μπαλωμένο παντελόνι και τα τρύπια παπούτσια.
Η Συνοικία
Η ονομασία Κο(υ)ντρι: Κοντρί (εμείς το προφέρουμε «κουντρί») σημαίνει ογκόλιθος, ογκώδης (μεγάλη) πέτρα. Σχετική και η λέξη κοτρώνι, κοτρώνα, μέγας λίθος (λεξικό Δημητράκου). Η λέξη πιθανότατα προέρχεται από το μεσαιωνικό ρήμα κοντριάζω, χονριώ, σκληρύνομαι κατά το δέρμα, γίνομαι τυλώδης (σκληρός), όπως υποστηρίζουν τα λεξικά Δημητράκου και Σταματάκου, συμφωνώντας με τον Κοραή. Αντίθετα ο Κριαράς το ετυμολογεί από το κόντρα, επίρρημα και ουσιαστικό, αρνούμενος τον Κοραή και τους δύο άλλους.
Χονδριώ -> χονδριάζω ->κοντριάζω
Χόνδρος -> κόντρος -> κοντρί
Ο δικός μας ο Λάζαρης στα Λευκαδίτικά του, υποστηρίζει ότι η λέξη Κοντρί έχει αλβανική προέλευση και σημαίνει «ριζωμένος βράχος». Σε αλβανο-ελληνικό λεξικό υπάρχει ο τύπος Kodrin που σημαίνει «λοφίσκος». Δεν φαίνεται πάντως πιθανή αυτή η ετυμολόγηση του Λάζαρη.
Και σ’ άλλα χωριά και τοπωνύμια του νησιού βρίσκουμε τη λέξη κοντρί και κάποια παράγωγά της όπως: στο Πινακοχώρι έχουμε τη συνοικία Κοντράτα (ο κάτοικος, κατά τον Λάζαρη, λέγεται Κοντριώτης –σα). Ο λαϊκός λευκαδίτης ποιητής Ξ. Σάντας γράφει στο ποίημά του με τίτλο «Που γεννήθηκα»:
Τα μάτια μου πρωτάνοιξα
στη γειτονιά Κοντράτα […]
Ο Βαλαωρίτης στο «Φωτεινό» του αναφέρεται στο «εγκρεμό του Κόντρου», στο «δεύτερο άσμα»:
[…] Φωλιάζουν οι σταυραητοί στου βράχου τα στεφάνια
εφώλιασε κι ο Φωτεινός στον εγκρεμό του Κόντρου […] (στ. 2)
και
[…] (η Θοδούλα) όση σκορπούσε ολόγυρα με τον ανασαμό της
αυτή του Κόντρου η αμάλαγη περήφανη παιδούλα […] (στ. 140)
Και ο ίδιος ο ποιητής σημειώνει: «ο εγκρεμός του Κόντρου» απότομος κρημνός γνωστής τοποθεσίας του εν Λευκάδι χωρίου των Σφακιωτών (Άπαντα, σ. 365).
Ο ίδιος στο ποίημά του «Το Ξεριζωμένο Δέντρο», αναφέρεται σε άλλο «Κοντρί», το «Κοντρί του Αργύρη». Το ποίημά του αυτό ο Βαλαωρίτης εμπνεύστηκε από τη δολοφονία του ληστή Αργύρη Περδικάρη (1779 – 1827) για τον οποίον, εκτός από την εκτενή εισαγωγή του ποιήματος, σημειώνει και ο Π. Κοντομίχης στα «Δημοτικά Τραγούδια της Λευκάδας» (σ. 247): Ο Αργύρης χτυπημένος ξεψύχησε στο Δημοσάρι του Νυδριού, πάνω σε μεγάλη πέτρα του χειμάρρου αυτού, που είναι γνωστή από τότε ως Το Κοντρί του Αργύρη.
Οι στίχοι του ποιήματος, που περιέχουν τη λέξη που μας ενδιαφέρει κοντρί με την έννοια του ογκόλιθου είναι:
[…] το κύμα στο θυμό του ερροβολούσε πάντα εμπρός θεότυφλο, ωργισμένο,
και πέφτει κατακέφαλα μ’ όλη την ανδρειά του για να ρουφήξει ένα κοντρί
που τού ‘φραζε το δρόμο […] (στ. 14 – 17)
Παρενθετικά μνημονεύουμε το στίχο του Κρυστάλλη:
[…] και σ’ όποιο δέντρο κι αν σταθούν
σ’ όποιο κοντρί ακουμπήσουν […] (126, 24)
Στην Εξάνθεια («καμπόση ώρα απ’ το χωριό») έχουμε την Κοντριάδα, που τη λένε Χοντριάδα (κόντρος -> χόντρος) γύρω από την υπάρχουν πολλές παραδόσεις, που τις καταγράψανε ειδικοί, όπως ο Π. Κοντομίχης κ.α.
Μια από αυτές συνδέεται με την ποιήτρια Σαπφώ, άλλη με το εικόνισμα του Αγ. Στέφανου, που «βρέθηκε πάνω στο Κόντρο». Στη «Λευκαδίτικη Εστία» (τ. 4-5, σ. 174) ο Κοντομίχης καταγράφει την παράδοση για τον Κόντρο των Ασπρογερακάτων που βρίσκεται «όπως μαθές πάμε για την Εξάνθεια […] γιατί εκεί είναι ένα πολύ μεγάλο κοντρί πλεούμενο κι όχι ριζιμιό […]».
Στο Σπαρτοχώρι υπάρχει το Λιθάρι του Κύκλωπα, «εκεί είναι ένα μεγάλο Κοντρί» (Λευκαδίτικη Εστία, ό.π., σ. 172). Ακόμα στον Άη Γκήτα υπάρχει – κατά την παράδοση που κατέγραψε ο Κοντομίχης – «ένα μεγάλο λιθάρι, που το λέγανε Κόντρο» (Λ. Εστία, τ. 2, σ. 68). Και στους Καρυώτες «Της Νεράιδας το Κοντρί, ένα πολύ μεγάλο κοντρί, που μια νεράιδα πάαινε να το ρίξει στη θάλασσα […]» (Κοντομίχης, Εστία, τ. 4-5, σ. 173).
Από ‘δω κι από ‘κεί, παντού κουντριά στο νησί… Ένα από αυτά, και στο χωριό μας, χωρίς ιδιαίτερη τοπωνυμική παράδοση. Είναι ριζωμένο μπροστά στα Κωσταρελλάτα και υπάρχει στον τόπο του με αλλοιωμένη την αρχική του εμφάνιση λόγω ανθρώπινης παρέμβασης… Αυτό το Κουντρί ήταν η «Πνύκα» που τα βράδυα αγόρευαν οι αγορητές Γόρας και Καψάλης, που μνημονεύσαμε πιο πάνω!
Τα όρια του Κο(υ)ντριού: Το Κουντρί – απ’ ότι θυμάμαι – ξεκίναγε από το σπίτι του Ρόλια, μικρό αρχοντικό για την εποχή του, μαγαζί στο ισόγειο και σπίτι πάνω, με ωραία κληματαριά πάνω από το μπαλκόνι του. Ανηφόριζε στα Κωσταρελλάτα, πού ‘ταν το κέντρο της συνοικίας κι έμπαινε στη «γειτονιά», όπως τη ξεχωρίζαμε τότε, που σχημάτιζε μια μικρή πλατεία, ένα κ(ου)λούρι, με φυσικά πέτρινα πεζούλια μπροστά στον κήπο του Καπράλη. Για τις κρύες μέρες του Χειμώνα ήταν το λιακωτό που λιάζονταν οι ηλικιωμένοι και οι γυναίκες που κένταγαν, έγνεθαν ή καθάριζαν όσπρια.
Γραφικές φιγούρες της γειτονιάς ο Αντρέας ο Τσότσολος κι ο Αντρέας ο Σπερτόζος, με τις παραδοσιακές του στολές, πρόγονοι δύο μεγάλων οικογενειών, των Τσοτσολαίων και Σπερτοζαίων αντίστοιχα. Ανάλογη και η φιγούρα του Πάνου του Κωσταρέλλου, προγόνου των Κωσταρελλαίων4.
Αριστερά της «γειτονιάς» και σε βάθος, μέχρι τη Λαγκάδα κι επάνω, μια σειρά από κουντριώτικες οικογένειες, που ο (Σ.τ.Ε. περιορισμένος) χώρος δεν επιτρέπει να αναφέρουμε εδώ ονομαστικά. Κάθε μία έχει τη δική της ξεχωριστή ιστορία.
Δεξιά μετά τα Φιλιππαράτα, πατριαρχική οικογένεια του συνοικισμού, μια άλλη σειρά από σπίτια που κατέληγε στο σπίτι του Νίκανδρου και της Χρυσσούλας, της επονομαζόμενης «Κριτσονιάς». Από ‘κει και πέρα αρχίζουν άλλες συνοικίες: τα Καγιαφάτα κ.α. Τα παιδιά του Κουντριού συνάζονταν για τα παιχνίδια τους στο θρυλικό Αλωνάκι απ’ όπου αμολάγανε και τους αϊτούς τους. Το μέρος δεν ήταν και τόσο κατάλληλο, αφού τα πλαϊνά του χρησιμοποιούνταν ως υπαίθρια αποχωρητήρια από άνδρες και γυναίκες, αφού τα σπίτια τότε δε διέθεταν τουαλέτες!
Η συνοικία διέθετε δύο παραδοσιακούς φούρνους: της θειά Μαριώς Καπράλη και της θειά Ρεκατσινούς.
Αυτά χοντρικά ήταν τα όρια του Κουντριού, του κυρίως συνοικισμού των Κατωποδαίων, γιατί Κατωποδαίοι υπήρχαν και σε άλλα σημεία του χωριού, μιας και το επώνυμο Κατωπόδης είναι το κυρίαρχο επώνυμο στην Καρυά.
Όπως ήταν φυσικό η όψη του Κουντριού άλλαξε, καθώς και όλου του χωριού, από τότε… Ο πολιτισμός έκαμε και εδώ το θαύμα του! Σπίτια αναπαλαιώθηκαν και εκσυγχρονίστηκαν, καινούργια έγιναν με μοντέρνες προδιαγραφές, δρόμοι που αντικαταστήσανε του παλιούς καλλιγωμένους. Γενικά, η ζωή των κατοίκων έγινε «ανθρωπινότερη»… Και, όπως είπαμε στην αρχή, αναπόφευκτα η πρόοδος σ’ ένα βαθμό επέδρασε και στα ήθη και τις παραδόσεις των ανθρώπων, ιδίως των νέων. Το παρήγορο, όμως, είναι ότι υπάρχει παράλληλα και η άμυνα των ανθρώπων, όχι μόνον αυτών που απόμειναν και επιμένουν να ζουν στο χωριό, αλλά και όσων ζουν έξω από αυτό σε ευρύτερα περιβάλλοντα, όπως της πρωτεύουσας, να μην υποστούν την ολέθρια «αλλοτρίωση», την αποκοπή από τις ρίζες.
Αξιοσημείωτο – τέλος – είναι και τούτο. Ορισμένες από τις οικογένειες του συνοικισμού μας έχουν μια «κουλτούρα» και μια παράδοση στα Γράμματα και κάποιοι γραμματισμένοι, αναδείχθηκαν μέσα από αυτές κατά καιρούς. Ενδεικτικά αναφέρουμε του παλαιούς Κωσταρελλαίους, απ’ τους κόλπους των οποίων βγήκαν: Γιώργος (δικηγόρος), Γιώργος και Θοδούλα (δάσκαλοι), Πέτρος (γιατρός), Γιώργος του Νικολάκη και της Βδουκίας (φαρμακοποιός) και ο γιός του Νίκος πρέσβυς με καριέρα, ίσως κι άλλοι. Το ίδιο φυσικά και σε ανάλογο βαθμό συμβαίνει με όλο το χωριό.
Πολλοί απ’ τους κατοίκους με υψηλό δείχτη νοημοσύνης, λόγω δυσμενών παλαιότερα συνθηκών, έμειναν τυπικά αγράμματοι, δηλαδή δε σπούδασαν. Τό ‘βαλαν, όμως, πείσμα, αυτό που οι ίδιοι στερήθηκαν – παρά τη θέλησή τους, να το αναπληρώσουν πλουσιοπάροχα με τα παιδιά τους. Γι’ αυτό και το χωριό σήμερα διαθέτει πλειάδα επιστημόνων σε βαθμό ζηλευτό!
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Συνοικία: τμήμα πόλεως, κωμοπόλεως ή χωριού με ξεχωριστή ονομασία και καθορισμένα όρια. Ενώ, συνοικισμός, διαφέρει. Συνοικισμός: σύνολο κατοικιών κοντά σε πόλη, όπως προσφυγικός (βλ. Μπαμπινιώτης).
- Καρυάτιδες: δανειζόμαστε το χαρακτηρισμό από τις Καρυές (πληθυντικός εδώ) Λακωνίας, όπου λατρεύονταν η «Καρυάτις Άρτεμις». Οι Καρσάνες έμοιαζαν με Καρυάτιδες, που στο κεφάλι αντί κιονόκρανο, είχαν βαρέλα.
- Κουντριώτης: έτσι λέμε εμείς τον κάτοικο του Κουντριού, του δικού μας και όχι του συνοικισμού Κοντράτα Πινακοχωρίου, όπως τον λέγει ο Λάζαρης στα «Λευκαδίτικα».
- Ειδικά όσον αφορά του Κωσταρελλαίους και το παρωνύμιό τους (παρατσούκλι), Κωσταρέλλος, σημειώνουμε ότι αυτό πιθανότατα προήλθε από τον γενάρχη (;) Κώστα Κατωπόδη που πρέπει να ήταν μικρόσωμο και γι’ αυτό τον «βάφτισαν» Κωσταρέλλο ή Κωσταρελλή (χαϊδευτικά). Αυτό σημαίνει η παραγωγική κατάληξη –ρέλλος. Όπως λέμε παιδαρέλλος, αλλά και Δημητρέλλος κ.ο.κ.